Τι σημαίνει το université στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης université στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του université στο Γαλλικά.
Η λέξη université στο Γαλλικά σημαίνει πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών, κολλέγιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, σχολή, πανεπιστημιακός, Γέιλ, Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος., καθηγητής, καθηγήτρια, υφηγητής, υφηγήτρια, πρύτανης, πτυχιούχος, απόφοιτος, διπλωματούχος, σχολή καλών τεχνών, απόφοιτος κολεγίου, πρώτο έτος σχολής, βοηθός καθηγητή, αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο, θερινό σχολείο, γίνομαι δεκτός, στο πανεπιστήμιο, οξφορδιανός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, νεοϊδρυθείς, οξφορδιανός, του Κέιμπριτζ, λέκτορας, αυτοπεριγραφική έκθεση, κρατικό πανεπιστήμιο, δημόσιο πανεπιστήμιο, αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης université
πανεπιστήμιοnom féminin (ίδρυμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La ville a cinq universités. Αυτή η πόλη φιλοξενεί πέντε πανεπιστήμια. |
πανεπιστήμιοnom féminin (τριτοβάθμια εκπαίδευση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Après avoir eu son bac, elle est allée à l'université. Αφού τελείωσε το σχολείο, πήγε στο πανεπιστήμιο. |
πανεπιστήμιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'université vota contre la proposition de laisser l'armée recruter sur le campus. |
πανεπιστήμιο(μόνο ανώτατη εκπαίδευση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Après le lycée, es-tu allé à l'université ou as-tu commencé à travailler ? Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες για σπουδές; |
πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδώνnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tu ferais mieux d'aller à l'université si tu veux te faire engager ici. |
κολλέγιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πανεπιστήμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Richard et son frère sont tous les deux allés à l'université (or: à la fac). |
πανεπιστήμιοnom féminin (établissement d'enseignement supérieur) (δημόσιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle a obtenu une licence de psychologie à l'université du coin. Πήρε πτυχίο ψυχολογίας από ένα τοπικό κολέγιο. |
πανεπιστήμιο(γενικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Έλενα αποφοίτησε από ένα καλό πανεπιστήμιο. |
σχολήnom féminin (ensemble des étudiants) (πανεπιστημιακή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Toute l'université se mit en grève lors de l'augmentation des frais d'inscription. |
πανεπιστημιακός(professeur,) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Plusieurs professeurs d'université habitent dans le quartier. Στη γειτονιά κατοικούν πολλοί καθηγητές πανεπιστημίου. |
Γέιλ
(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.nom féminin (Grande-Bretagne) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καθηγητής, καθηγήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Larry fait un doctorat pour pouvoir devenir professeur d'université. Ο Λάρυ κάνει διδακτορικό για να μπορέσει να γίνει καθηγητής. |
υφηγητής, υφηγήτριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les professeurs d'université portaient leur toge pour la cérémonie. |
πρύτανης
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Le président d'université honoraire et les fonctionnaires principaux de l'université étaient tous à la cérémonie de remise des diplômes. |
πτυχιούχος, απόφοιτος, διπλωματούχοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σχολή καλών τεχνώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Keith est maître de conférences à l'université de lettres et sciences sociales et humaines. |
απόφοιτος κολεγίου(ΗΠΑ, συντ., καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρώτο έτος σχολήςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En première année d'université, j'avais de très mauvaises notes. |
βοηθός καθηγητή(Belgique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma fille a passé tout son week-end à remplir des dossiers d'inscription pour l'université. |
θερινό σχολείο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γίνομαι δεκτός(στο πανεπιστήμιο) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
στο πανεπιστήμιοadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
οξφορδιανόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Université anglaise) Jane a été doyenne de l'université d'Oxford. |
νεοϊδρυθείςnom féminin (Grande-Bretagne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οξφορδιανόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
του Κέιμπριτζlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λέκτορας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Jeff s'est trouvé un emploi comme maître de conférences à l'université du coin. |
αυτοπεριγραφική έκθεσηnom féminin Assure-toi d'écrire une lettre de motivation unique et éloquente quand tu poses ta candidature pour le supérieur. Όταν κάνεις αίτηση για μεταπτυχιακό, βεβαιώσου πως η αυτοπεριγραφική σου έκθεση είναι πρωτότυπη και εύγλωττη. |
κρατικό πανεπιστήμιο, δημόσιο πανεπιστήμιοnom féminin |
αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les parents de William ont été furieux quand celui-ci a été renvoyé pour avoir fumé du cannabis. Οι γονείς του Ουίλιαμ εξοργίστηκαν, όταν αυτός αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο λόγω χρήσης κάνναβης. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του université στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του université
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.