Τι σημαίνει το upon στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης upon στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του upon στο Αγγλικά.
Η λέξη upon στο Αγγλικά σημαίνει πάνω, επάνω, μόλις, αφού, όταν, τον ένα μετά τον άλλο, σχετικά, ξέρω από κτ, αισιόδοξος για κτ, ενημερωμένος για κτ, ενεργώ σχετικά με κτ, επιδρώ, που ακολούθησε, που προέκυψε, επιτίθεμαι, εισβάλλω, χτίζω πάνω σε κτ, χτίζω πάνω σε, χτίζω κτ σε κτ, χτίζω κτ πάνω σε κτ, πηδώ, ξεπετάγομαι, εμφανίζομαι από το πουθενά, απευθύνομαι, στρέφομαι σε κπ, απευθύνομαι σε κπ, καλώ κπ να κάνει κτ, επικεντρώνομαι σε κπ/κτ, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, βρίσκω τυχαία,πέφτω πάνω σε, συγκεντρώνομαι σε κπ/κτ, βασίζομαι σε, εξαρτώμαι από κτ, βασίζομαι, βασίζομαι, εξαρτώμαι οικονομικά, βασίζομαι, αντλώ, χρησιμοποιώ, καταπατώ, καταστρατηγώ, εξαπλώνομαι σε κτ, αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, συναντώ κπ τυχαία, τρώω με ευχαρίστηση, αποδοκιμάζω, φτάνω, πλησιάζω, ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά, εξαρτώμαι από, πέφτω πάνω σε κτ/κπ, βασίζομαι σε κτ, εξαρτώμαι από κτ, ανακαλύπτω, εφευρίσκω, τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπ, βελτιώνω, στηρίζομαι, περιφρονώ, περιφρονώ, βλέπω, θεωρώ, κοιτάζω, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, συμφωνώ σε κτ, συμφωνημένος, βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, βασίζω, βασισμένος, που βασίζεται σε κτ, παχαίνω, πέφτω με τα μούτρα, σχετίζομαι, απονέμω, σχολιάζω, απονέμω κτ σε κπ, που εξαρτάται από κτ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εξαρτώμαι από κτ, εξαρτώμαι από κπ για να κάνω κτ, που εξαρτάται από κτ, ανάλογα με, υπεραναλύω, εστιάζω, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, πέφτω, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, αρπάζω, πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτ, τυγχάνω αδιαφορίας, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, πυροβολώ, εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου, σχεδόν, δείχνω έλεος σε κπ, θίγω, πλήττω, επηρεάζω, επιβάλλομαι σε κπ, γίνομαι βάρος σε κπ, καθήκον, καθήκον, ξαπλωμένος σε κτ, επιμένω να κάνω κτ, αποφασισμένος, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, κοιτάζω από ψηλά, που κρίνεται με, που θεωρείται, που θεωρείται, μια φορά κι έναν καιρό, ακολουθώ, βασίζομαι σε κτ, στηρίζομαι σε κτ, επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ, τρέφομαι με κτ, εκμεταλλεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης upon
πάνω, επάνωpreposition (formal, literary (on) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He stepped upon the chair to get to the upper shelves. Πάτησε πάνω στην καρέκλα για να φτάσει τα ψηλά ράφια. |
μόλις, αφού, ότανpreposition (formal (time: immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Upon hearing the news, she started praying. |
τον ένα μετά τον άλλοpreposition (figurative (on top, in addition) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He ate cracker upon cracker until he was sick. Έτρωγε το ένα κρακεράκι μετά το άλλο μέχρι που πόνεσε το στομάχι του. |
σχετικάpreposition (formal (on the subject of) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'll give you my thoughts upon that later. |
ξέρω από κτpreposition (slang (aware of, up-to-date on [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My sister is really up on the latest fashions. |
αισιόδοξος για κτpreposition (US, informal (confident about [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm up on this stock. Είμαι αισιόδοξος για αυτή τη μετοχή. |
ενημερωμένος για κτpreposition (informal (informed about [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She is up on the news from Europe. Είναι ενημερωμένη για τις εξελίξεις στην Ευρώπη. |
ενεργώ σχετικά με κτphrasal verb, transitive, inseparable (do [sth] in response) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harry acted upon Alice's request. |
επιδρώphrasal verb, transitive, inseparable (have an effect on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drug acts upon the nervous system. |
που ακολούθησε, που προέκυψεphrasal verb, transitive, inseparable (responded to, followed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The suggestions were made, but they were never acted upon. |
επιτίθεμαι, εισβάλλωphrasal verb, transitive, inseparable (invade, move in to attack) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The swarm of killer bees advanced upon the unsuspecting cow that was grazing in the pasture. Το σμήνος από φονικές μέλισσες επιτέθηκε στην ανυποψίαστη αγελάδα που έβοσκε στο λιβάδι. |
χτίζω πάνω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (develop further) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The beginners' course will give you a good base which you can build on. Το πρόγραμμα αρχαρίων θα σου δώσει μια καλή βάση, πάνω στην οποία μπορείς να χτίσεις. |
χτίζω πάνω σεphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (develop further) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The new head coach said he would build upon the team's existing strengths. |
χτίζω κτ σε κτ, χτίζω κτ πάνω σε κτphrasal verb, transitive, separable (base on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They built the city upon firm foundations. |
πηδώphrasal verb, transitive, inseparable (leap, pounce) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεπετάγομαι, εμφανίζομαι από το πουθενάphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tara Lipinski burst upon the world of gymnastics as a bouncy fifteen-year-old. |
απευθύνομαιphrasal verb, transitive, inseparable (seek help) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John called on his friends for support. Ο Τζον απευθύνθηκε στους φίλους του για βοήθεια. |
στρέφομαι σε κπ, απευθύνομαι σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (turn to [sb] for help) When you need help, then who can you call upon if not your friends? Σε ποιον άλλον εκτός από τους φίλους σου θα απευθυνθείς, όταν χρειάζεσαι βοήθεια; |
καλώ κπ να κάνει κτphrasal verb, transitive, inseparable (request that [sb] do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The union called on the workers to support a strike. |
επικεντρώνομαι σε κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (have as main topic) His talk centered on one key issue. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (unexpectedly encounter [sb/sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Walking throught the woods, I chanced upon young rabbits cavorting in the tall grass. |
βρίσκω τυχαία,πέφτω πάνω σεphrasal verb, transitive, inseparable (find by chance, encounter) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The kids were thrilled to come upon a small gingerbread house in the woods. Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα που βρήκαν τυχαία ένα μικρό σπίτι από μελόψωμο στο δάσος. |
συγκεντρώνομαι σε κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (slightly formal (focus your attention on) The last thing I remember is the hypnotist telling me to concentrate upon the watch. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι η υπνωτίστρια μου είπε να συγκεντρωθώ στο ρολόι. |
βασίζομαι σεphrasal verb, transitive, inseparable (depend on, rely on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I should like to thank you for your help, and assure you that you may count upon my support at any time. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας και να σας διαβεβαιώσω ότι μπορείτε να βασιστείτε στην υποστήριξή μου οποιαδήποτε στιγμή. |
εξαρτώμαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (be determined by [sth]) Whether the heating will be fixed today depends on the repairman's schedule. Το κατά πόσον θα φτιαχτεί η θέρμανση σήμερα εξαρτάται από το πρόγραμμα του τεχνικού. |
βασίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (be assured of) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You may depend absolutely upon your solicitor's discretion. Μπορείς να βασίζεσαι απόλυτα στη διακριτικότητα του δικηγόρου σου. |
βασίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (trust in [sth]) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I depended on her ability to keep a secret. Βασιζόμουν στην ικανότητά της να κρατήσει μυστικό. |
εξαρτώμαι οικονομικάphrasal verb, transitive, separable (be supported financially by) (από κπ) In the 1950s, most women in the US did not do paid work and depended on their husbands. Τη δεκαετία του ’50, οι περισσότερες γυναίκες στις ΗΠΑ δεν εργάζονταν και εξαρτιόνταν οικονομικά από τους συζύγους τους. |
βασίζομαιphrasal verb, transitive, separable (rely on [sb]) (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She is a proud lady and doesn't like having to depend on her relatives for help. Είναι μια περήφανη κυρία και δεν της αρέσει να πρέπει να βασίζεται στους συγγενείς της για βοήθεια. |
αντλώ, χρησιμοποιώphrasal verb, transitive, inseparable (use as source or resource) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To pass the final exam, the students must draw upon everything they have learned in the course. Για να περάσουν τις τελικές εξετάσεις οι φοιτητές πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις όλης της χρονιάς. |
καταπατώphrasal verb, transitive, inseparable (property: trespass) (γη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταστρατηγώphrasal verb, transitive, inseparable (rights: infringe) (δικαιώματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπλώνομαι σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (infringe on land) Their oak tree has begun to encroach on my property. |
αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαιphrasal verb, transitive, inseparable (go into more detail about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιτίθεμαι σε κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (attack) The two men fell on their victim as he was walking down the street. Οι δύο άντρες επιτέθηκαν στο θύμα τους ενώ περπατούσε στον δρόμο. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (food: eat eagerly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The man fell on the crust of bread as though he had not eaten for days. |
συναντώ κπ τυχαίαphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (person: greet, embrace) Derek fell upon his brother and they wept with joy at being reunited. |
τρώω με ευχαρίστησηphrasal verb, transitive, inseparable (eat with pleasure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποδοκιμάζωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (disapprove of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Teachers frown on students being late for class. Management frowns upon employees socializing at the water cooler. |
φτάνω, πλησιάζωphrasal verb, transitive, inseparable (catch up with) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω/παρακολουθώ προσεκτικάphrasal verb, transitive, inseparable (attend very closely to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Now that was interesting! I hung upon his every word. |
εξαρτώμαι απόphrasal verb, transitive, inseparable (depend on) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Success or failure hangs upon this one small detail. |
πέφτω πάνω σε κτ/κπphrasal verb, transitive, inseparable (dated, literary (find, encounter) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I happened on an interesting article about Cuba in the newspaper. |
βασίζομαι σε κτ, εξαρτώμαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (rely, depend on [sth]) The business deal hinges upon securing a loan. Η εμπορική συμφωνία βασίζεται στην εξασφάλιση δανείου. |
ανακαλύπτω, εφευρίσκωphrasal verb, transitive, inseparable (idea, plan: devise, discover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I have hit upon a great way to save money: stay in bed all day! Ανακάλυψα έναν υπέροχο τρόπο για να εξοικονομήσω χρήματα: να μείνω στο κρεβάτι όλη μέρα! |
τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπphrasal verb, transitive, separable (stress the importance of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I must impress upon you all the need for complete secrecy. Ken tried to impress the importance of hard work on his children. Πρέπει να σου επισημάνω την ανάγκη για άκρα μυστικότητα. Ο Κεν προσπάθησε να τονίσει τη σημασία της σκληρής εργασίας στα παιδιά του. |
βελτιώνωphrasal verb, transitive, inseparable (do better than, make better) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The unions have given the company three days to improve upon their offer before calling for all-out strikes. |
στηρίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (rely on for support) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You can always lean on me. Μπορείς πάντοτε να στηρίζεσαι πάνω μου. |
περιφρονώphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (feel superior to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is wrong to look down on people less fortunate than yourself. Είναι λάθος να κοιτάς αφ' υψηλού ανθρώπους λιγότερο τυχερούς από εσένα. |
περιφρονώphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consider inferior) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These were rich girls who looked down on cheap clothes. Ήταν πλουσιοκόριτσα τα οποία περιφρονούσαν τα φτηνά ρούχα. |
βλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (regard, consider: as) (μτφ: κάποιον σαν κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I always looked upon him as a brother. Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό. |
θεωρώphrasal verb, transitive, inseparable (regard, consider: as) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I look upon television as a bad influence. Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή. |
κοιτάζωphrasal verb, transitive, separable (literary (gaze at, take in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sculptor looked upon his latest creation with pride. Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια. |
εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαιphrasal verb, transitive, inseparable (exploit, take advantage of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ σε κτ(slightly formal (decide mutually) The two men agreed upon a price for the secondhand car. |
συμφωνημένοςadjective (terms, price: decided, settled) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω(often passive (use as evidence) (κάτι πάνω/σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She based her conclusion on close examination of the evidence. Βάσισε το συμπέρασμά της στην προσεκτική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων. |
βασίζω(adapt from) (κάτι σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They will base the film on a short story written by Mark Twain. Η ταινία θα βασιστεί σε μια σύντομη ιστορία του Μαρκ Τουέιν. |
βασισμένοςverbal expression (be adapted from [sth]) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Many movies are based on true stories. The play is based on the novel of the same name. |
που βασίζεται σε κτexpression (founded on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Some countries have laws based upon state religions. |
παχαίνω(rare (grow fat on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The sheep are battening well on the rich grass in the meadow. |
πέφτω με τα μούτρα(feed greedily on) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The revellers sat down at the table and battened upon the food. Οι γλεντζέδες κάθισαν στο τραπέζι και έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό. |
σχετίζομαι(formal (be relevant) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How will these new findings bear upon our approach to educating children? |
απονέμω(formal (present, give [sb]: an award, gift) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The head of the Board of Education bestowed the Outstanding Teacher of the Year award on Mrs. Hall. The king bestowed knighthoods on his most loyal subjects. Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εκπαίδευσης απένειμε το βραβείο Καλύτερης Δασκάλας της Χρονιάς στην κα. Χωλ. Ο βασιλιάς απένειμε ιπποτικούς τίτλους στους πιο πιστούς υπηκόους του. |
σχολιάζω(make remarks) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The President refused to comment on his secretary's accusations. Ο Πρόεδρος αρνήθηκε να σχολιάσει τις κατηγορίες της γραμματέα του. |
απονέμω κτ σε κπtransitive verb (give or bestow [sth]) (τίτλο, βαθμό, αξίωμα κλπ) The president conferred the medal of honor upon the soldier. |
που εξαρτάται από κτ(dependent on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My offer to buy the house is contingent upon obtaining a mortgage. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιverbal expression (figurative (become apparent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All of a sudden, the enormity of what I had done dawned on me. |
εξαρτώμαι από κτverbal expression (necessitate doing) Getting a driving licence depends upon passing the written and practical examinations. |
εξαρτώμαι από κπ για να κάνω κτverbal expression (rely on [sb] doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I depend on Barbara to drive me to the hospital each week. Εξαρτώμαι από την Μπάρμπαρα, για να με πηγαίνει κάθε εβδομάδα στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητο. |
που εξαρτάται από κτadjective (requiring [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Whether or not the barbecue goes ahead is dependent on the weather. Το αν θα γίενι ή όχι το μπάρμπεκιου εξαρτάται απ' τον καιρό. |
ανάλογα μεpreposition (depending on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We'll devise a seating plan depending upon who shows up. |
υπεραναλύω(be preoccupied with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Try not to dwell on your failures. Προσπάθησε να μην κολλάς στις αποτυχίες σου. |
εστιάζω(speak extensively about) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In her lecture, the professor dwelt a great deal on the similar themes in the two texts. Στη διάλεξή της η καθηγήτρια εστίασε σε μεγάλο βαθμό στην παρόμοια θεματολογία των δύο κειμένων. |
ξεκινώ, φεύγω(journey: start) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) What should you take before you embark on a three-day hike? |
ξεκινώ, αρχίζω(project: start) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We had no idea what the project would involve when we embarked on it. |
πέφτω(figurative (occur on) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My birthday falls on a Saturday this year. The election falls on my birthday. Τα γενέθλιά μου πέφτουν Σάββατο φέτος. Οι εκλογές πέφτουν ανήμερα των γενεθλίων μου. |
επιτίθεμαι σε κτ/κπ(attack) |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(eat hungrily) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρπάζω(opportunity: grab enthusiastically) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτ(eyes: look at [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The teacher's eyes scanned the room and fell on Joshua's nervous face. Το βλέμμα του δασκάλου σάρωσε την τάξη και έπεσε πάνω στο νευρικό πρόσωπο του Τζόσουα. |
τυγχάνω αδιαφορίαςverbal expression (figurative, potentially offensive (be ignored) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Susan was worried that her advice would fall on deaf ears. |
αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίεςverbal expression (be in financial difficulties) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The company fell on hard times and eventually had to close down. |
πυροβολώ(with weapon: shoot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As soon as I give the order, fire upon the battleship. |
εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου(with weapon: shoot) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The soldiers in the tower fired upon the defenceless people below. |
σχεδόν(near, coming up to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It was hard upon nightfall when they arrived. |
δείχνω έλεος σε κπverbal expression (take pity on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) God is willing to have mercy upon sinners. |
θίγω, πλήττω(encroach: on [sb]'s rights) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Their demands impinge on local farmers' rights. |
επηρεάζω(have impact: on [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pressure from work is impinging on his personal life. Η πίεση από τη δουλειά επηρεάζει την προσωπική του ζωή. |
επιβάλλομαι σε κπ(slightly formal (force yourself on [sb]) |
γίνομαι βάρος σε κπ(slightly formal (inconvenience [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθήκον(obligatory for [sb]) (κάποιου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The duty of managing finances is incumbent on the organization's treasurer. Η αρμοδιότητα του χειρισμού των οικονομικών βαρύνει τον ταμία της οργάνωσης. |
καθήκονexpression (obligatory for [sb]) (κάποιου να κάνει κτ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It is incumbent on the bride's father to make a speech at the wedding. Είναι καθήκον του πατέρα της νύφης να βγάλει λόγο στον γάμο. |
ξαπλωμένος σε κτ(archaic (resting on) The man was incumbent on his bed. Ο άνδρας ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι του. |
επιμένω να κάνω κτverbal expression (be determined) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Despite my complaints, he insisted on doing things his way. Παρά τα παράπονά μου, επέμενε να λειτουργεί με τον δικό του τρόπο. |
αποφασισμένοςpreposition (determined to) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) With all their drug use some celebrities seem intent on self-destruction. John works very long hours: he's intent on becoming a millionaire before he turns 30. Κάποιοι διάσημοι παίρνουν τόσα ναρκωτικά που φαίνεται να είναι αποφασισμένοι να οδηγηθούν στην αυτοκαταστροφή. Ο Τζον δουλεύει υπερωρίες. Είναι αποφασισμένος να γίνει εκατομμυριούχος πριν γίνει 30. |
στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ(rest your weight on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't lean on the railing of this balcony - it isn't secure! If you will lean on my shoulder as we walk, it will take some of the weight off your sore ankle. Μη στηρίζεσαι στα κάγκελα αυτού του μπαλκονιού, δεν είναι ασφαλές! |
κοιτάζω από ψηλάverbal expression (observe from high up) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) From the top of the tower you can look down upon the whole city. Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη. |
που κρίνεται μεexpression (regarded in a particular way) (ακολουθεί ουσιαστικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your work is likely to be looked upon with favor by the doctoral dissertation committee. Είναι πιθανό η δουλειά σου να κριθεί ευνοϊκά από την επιτροπή διδακτορικών διατριβών. |
που θεωρείταιexpression (regarded as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που θεωρείταιexpression (regarded as being) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μια φορά κι έναν καιρόadverb (start of a fairy tale) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Once upon a time, in a land far away, there lived an orphan girl with her wicked stepmother. Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα ορφανό κορίτσι με την κακιά μητριά του. |
ακολουθώtransitive verb (model, base: on [sth]) (μόδα, ρεύμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This design is patterned after the latest Paris fashions. Αυτό το σχέδιο ακολουθεί την τελευταία μόδα στο Παρίσι. |
βασίζομαι σε κτ, στηρίζομαι σε κτ(formal (rely) I wouldn't presume on his honesty, if I were you; he won't confess unless he has to. |
επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτverbal expression (persuade: [sb] to do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He prevailed on the jury to hear of his innocence, but they labelled him guilty anyway. Προσπάθησε να επιβάλλει την αθωότητά του στους ενόρκους, αλλά τον έβγαλαν ένοχο ούτως ή άλλως. |
τρέφομαι με κτ(animal: hunt as food) Sharks prey on seals. Οι καρχαρίες κυνηγούν φώκιες. |
εκμεταλλεύομαι(figurative (person: victimize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bullies prey on the weak. Οι νταήδες εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του upon στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του upon
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.