Τι σημαίνει το venda στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης venda στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του venda στο πορτογαλικά.

Η λέξη venda στο πορτογαλικά σημαίνει πώληση, ύφασμα που καλύπτει τα μάτια, πώληση, πώληση, πώληση, προπώληση, προπληρώνω, προκαταβολή, μέριμνα μετά την αγορά, πριν την πώληση, περίοδος πριν την πώληση, πωλήσεων, προς πώληση, προς πώληση, αυτόματος πωλητής, μεταπώληση, πώληση, επιθετική πώληση, ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού, επιθετική πώληση, εμπόριο, αγορασμένος τοις μετρητοίς, πρακτορείο εισιτηρίων, αυτόματος πωλητής, πώληση, διαφήμιση, πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες, αμοιβή δικηγόρου για μεταβίβαση, εκποίηση υπό καθεστώς δυσμενών συνθηκών, συμβουλή για τις πωλήσεις, βιβλίο αποθεμάτων, σχετικό προϊόν, σχετικό είδος, αύξηση αξίας πελάτη, κάβα, εξυπηρέτηση μετά την πώληση, πωλήσεις, προπώληση, εμπορευσιμότητα, σημείο πώλησης, Προτεινόμενη Λιανική Τιμή, εμπόρευμα, βγάζω κτ προς πώληση, πουλάω, πουλώ, εισάγω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση, βάζω προς πώληση, κάνω up sell, μη συνταγογραφούμενος, outlet, του σημείου πώλησης, κατάστημα λιανικής, επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση, ανοιχτή πώληση, ανοικτός, δικαίωμα πώλησης, αγορά διπλής οψιόν, ηλεκτρονικό εμπόριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης venda

πώληση

substantivo feminino (συναλλαγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A venda prosseguiu como planejado.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το οικόπεδο δεν είναι για πούλημα.

ύφασμα που καλύπτει τα μάτια

substantivo feminino (με κομμάτι υφάσματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O homem condenado recusou usar uma venda para a execução.
Ο καταδικασμένος άντρας αρνήθηκε να φορέσει ύφασμα που καλύπτει τα μάτια κατά την εκτέλεσή του.

πώληση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não sou muito bom em vendas mas posso gerenciar pessoas.
Δεν είμαι πολύ καλή στο πούλημα, αλλά ξέρω να διευθύνω άλλους.

πώληση

substantivo feminino (artigo vendido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quantas esculturas vendemos? Tivemos três vendas hoje.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πόσα γλυπτά πουλήσαμε; Κάναμε τρεις πωλήσεις σήμερα.

πώληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A empresa concluiu a venda dos seus bens.
Η εταιρεία ολοκλήρωσε τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της.

προπώληση

(aceitando pedidos para algo não disponível)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προπληρώνω

(comprar antecipadamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαταβολή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέριμνα μετά την αγορά

substantivo masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πριν την πώληση

adjetivo

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

περίοδος πριν την πώληση

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πωλήσεων

locução adjetiva (relativo à venda) (σε γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

προς πώληση

locução adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Há uma placa escrito "À Venda" no jardim de Richard.
Στον κήπο του Ρίτσαρντ υπάρχει μια ταμπέλα που λέει «Πωλείται».

προς πώληση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτόματος πωλητής

(για προϊόντα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Há uma máquina de venda automática de cigarros perto da porta.

μεταπώληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πώληση

(θυγατρικής εταιρίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιθετική πώληση

(μάρκετινγκ)

ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού

substantivo feminino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιθετική πώληση

substantivo feminino (μεταφορικά: επίμονη)

εμπόριο

(negócio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγορασμένος τοις μετρητοίς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρακτορείο εισιτηρίων

substantivo feminino (comércio que vende bilhetes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτόματος πωλητής

(máquina de moedas)

Οι αυτόματοι πωλητές είναι συνήθως γεμάτοι πρόχειρο φαγητό.

πώληση, διαφήμιση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αμοιβή δικηγόρου για μεταβίβαση

(ακίνητη περιουσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκποίηση υπό καθεστώς δυσμενών συνθηκών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμβουλή για τις πωλήσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιβλίο αποθεμάτων

(registro das transações de ações de uma empresa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχετικό προϊόν, σχετικό είδος

substantivo feminino

αύξηση αξίας πελάτη

(persuadir um cliente a gastar mais) (μάρκετινγκ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάβα

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξυπηρέτηση μετά την πώληση

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πωλήσεις

substantivo feminino (πόρτα-πόρτα από πλασιέ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

προπώληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορευσιμότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημείο πώλησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Προτεινόμενη Λιανική Τιμή

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εμπόρευμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βγάζω κτ προς πώληση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πουλάω, πουλώ

locução verbal (vendedor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισάγω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Σε παρακαλώ, διέθεσε προς πώληση το δικό μου μερίδιο από το πρότζεκτ καθώς χρειάζομαι τα χρήματα για κάτι άλλο.

βάζω προς πώληση

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έβαλε προς πώληση το σπίτι του γιατί ήταν πλέον μικρό για την οικογένειά του.

κάνω up sell

expressão verbal (figurado: vender algo extra) (μάρκετινγκ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη συνταγογραφούμενος

locução adjetiva (remédio)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

outlet

(compra)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Você deveria comprar em pontas de estoque. As roupas são mais baratas lá.
Να ψωνίζεις στα καταστήματα outlet. Τα ρούχα είναι πιο φτηνά εκεί.

του σημείου πώλησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάστημα λιανικής

(loja de varejo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Empresas modernas de roupas têm pontas de estoque em muitos países.
Οι σύγχρονες εταιρείες ένδυσης έχουν καταστήματα λιανικής σε πολλές χώρες.

επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανοιχτή πώληση

(finanças)

ανοικτός

(finanças) (για πώληση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele fez uma venda a descoberto com ações.

δικαίωμα πώλησης

substantivo masculino (finanças)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ele comprou uma opção de venda da ação como seguro caso o preço da ação caia.

αγορά διπλής οψιόν

(BRA, finanças)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηλεκτρονικό εμπόριο

expressão

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του venda στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.