Τι σημαίνει το y στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης y στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του y στο Γαλλικά.
Η λέξη y στο Γαλλικά σημαίνει εκεί μέσα, προς τα εκεί, y, αυτός και κανένας άλλος, πιθανό, ηλιόλουστος, μορφωμένος, που ξέρει κτ, ανεξήγητα, παράδοξα, Με το μαλακό, πάμε, ποικιλία, ψητά οπίσθια πουλερικού, ξεκινάω, αρχίζω, πάμε, μιλλένιαλ, μικρό φιλέτο σκούρου κρέατος πάνω από το μηρό, κάνω κάτι γρήγορα, φεύγω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα, γοητευτικός, φεύγω, έχει ομίχλη, έχει ομίχλη, διαζευκτικός, που έχει τελειώσει, άψογα καταρτισμένος, που τελειώνει, ωφέλιμος για όλους, πάει καιρός που έφυγε, καλά ενημερωμένος, σνομπ, φαβορί, ειδήμων, πριν, σε αυτό, σε εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, πριν καιρό, ως συνήθως, ευθέως, όπως ήταν αναμενόμενο, σε αντιπαράθεση, πριν από πολύ καιρό, παλιά, πριν από πολλά χρόνια, πριν λίγο, πριν από λίγο, κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψης, πολύ καιρό πριν, πολλά χρόνια πριν, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, πριν λίγο καιρό, με διαφορά, πριν, αν ισχύει, πολύ καιρό πριν, πριν από πολύ καιρό, Δεν υπάρχει άλλη λύση., είναι δεδομένο, χωρίς μα, μου, σου, ξου, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, Άντε πάλι!, από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως, Τι τρέχει;, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, Τι τρέχει;, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, υπάρχει, υπάρχουν, περιλαμβάνει χωρίς περιορισμούς, αναμενόμενος, κάντο!, δεν συγκρίνεται, με τίποτα, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, στο υπογράφω, δεν υπάρχει αμφιβολία, Παρακαλώ, την κάνω, φεύγω, άντε να βγάλεις άκρη, Τίποτα!, Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!, Στο διάολο! Άι στο διάολο!, Και τώρα; Και τώρα τι;, Τι λες τώρα!, δεν σε πιέζω, αποκλείεται, ό,τι είχα να πω το είπα, βρε που να με πάρει!, δεν βάζω και στοίχημα, να 'μαστε, δύσκολο, απίθανο, η δεύτερη επιλογή, αιτία πανικού, αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία, μακρινό παρελθόν, στόχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης y
εκεί μέσαadverbe (endroit) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'y vais. Est-ce que tu viens aussi ? |
προς τα εκεί(κατεύθυνση) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ynom masculin invariable (lettre de l'alphabet) (25o γράμμα αγγλικού αλφάβητου) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Combien y a-t-il de Y dans « mystifier » ? Πόσα «y» υπάρχουν στη λέξη «mystify»; |
αυτός και κανένας άλλος(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cette fille croit qu'elle est la meilleure. |
πιθανό
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est probable qu'il vienne avec nous. Είναι πιθανό να θέλει να έρθει μαζί μας. |
ηλιόλουστος(journée) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous n'avons pas encore eu de journée ensoleillée ce mois-ci, seulement des nuages et de la pluie. Έχει λιακάδα σήμερα οπότε θα δουλέψω στον κήπο. |
μορφωμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Larry est un homme éclairé et son opinion compte. Ο Λάρυ είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος και η γνώμη του μετρά. |
που ξέρει κτ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεξήγητα, παράδοξα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Με το μαλακό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάμε(sans autre verbe) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu es prêt à partir ? Allons-y ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πάμε στην πόλη να κάνουμε μερικά ψώνια! Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Πάμε. |
ποικιλία(έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψητά οπίσθια πουλερικού(μαγειρική: μεζές) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ξεκινάω, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ferait mieux de commencer avant qu'il fasse noir. Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει. |
πάμε(tutoiement) (καθομιλουμένη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) – Monsieur, est-ce qu'on pourrait vous poser quelques questions ? – Mais bien sûr, allez-y ! |
μιλλένιαλ(anglicisme) |
μικρό φιλέτο σκούρου κρέατος πάνω από το μηρόnom masculin (morceau de volaille) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω κάτι γρήγορα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) « Il est tard », dit Mia à Joe, « tu ferais mieux de partir (or: d'y aller) ». |
τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα(familier : mourir) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γοητευτικός(το άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'homme qu essayait de draguer au bar trouvait clairement qu'il était vraiment charmant (or: qu'il savait y faire). Ο τύπος που προσπαθούσε να πιάσει την κουβέντα σε γυναίκες στο μπαρ προφανώς πίστευε ότι είναι πολύ γοητευτικός. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχει ομίχληadjectif (léger brouillard) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Kate faisait du vélo dans la matinée brumeuse. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εκείνο το απόγευμα είχε ομίχλη όταν έβγαλα τον σκύλο βόλτα. |
έχει ομίχλη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le temps était brumeux ; Jim n'arrivait même pas à voir les maisons au bout de la rue. Είχε πολύ ομίχλη έξω. Ο Τζιμ δεν μπορούσε να δει ούτε τα σπίτια στην άκρη του δρόμου. |
διαζευκτικόςlocution adjectivale (με δύο επιλογές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le problème est souvent présenté comme une proposition où il n'y a que deux choix possibles : soit on accepte avec enthousiasme la technologie, soit on est en retard sur son temps. Το θέμα διατυπώνεται, συχνά, ως διαζευκτική επιλογή: είτε αποδέχεσαι πρόθυμα κάθε είδους τεχνολογία είτε είσαι παλιομοδίτης. |
που έχει τελειώσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas faire de bœuf Stroganoff parce qu'il ne reste plus de champignons. |
άψογα καταρτισμένοςlocution verbale (plus familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που τελειώνει
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faut que j'aille à l'épicerie parce qu'il ne reste plus de lait. |
ωφέλιμος για όλουςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάει καιρός που έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tony est parti depuis longtemps (or: Ça fait longtemps que Tony est parti) ; il vit à Chicago maintenant. |
καλά ενημερωμένος
|
σνομπ(καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φαβορί
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Είναι το απόλυτο φαβορί για να κερδίσει τον αγώνα. |
ειδήμωνlocution verbale (un peu familier) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) En poésie italienne du XIIIe siècle, on peut dire que Gina s'y connaît. |
πριν(dans le temps) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Je suis allé à la banque il y a trois jours. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έλαβα την επιστολή προ τριών μηνών. |
σε αυτό, σε εκείνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρόadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il y a longtemps, mes ancêtres ont investi ces terres. |
πριν καιρόadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'étais un bon joueur de basket... mais c'était il y a un certain temps. |
ως συνήθωςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Comme on pouvait s'y attendre, le chat est réapparu quand nous nous sommes mis à table. |
ευθέωςlocution verbale (figuré, familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως ήταν αναμενόμενο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Comme on pouvait s'y attendre, les cultures ont fané à cause de la sécheresse. |
σε αντιπαράθεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πριν από πολύ καιρόlocution adverbiale (familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παλιά, πριν από πολλά χρόνια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il y a longtemps, toutes ces montagnes étaient des volcans. |
πριν λίγο, πριν από λίγο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a peu, j'ai rencontré un cinéaste fascinant. |
κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψηςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ καιρό πρινlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Julie a commencé à apprendre la guitare (il y a longtemps) dans les années soixante. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τσακ κι εγώ πολύ καιρό πριν πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο. Η Τζούλι άρχισε να παίζει κιθάρα πολύ καιρό πριν στην δεκαετία των '60. |
πολλά χρόνια πρινlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je t'ai apporté une bonne bouteille de vin que j'avais achetée il y a des années, et conservée soigneusement à la cave. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πολλά χρόνια πριν έμενα στο Νότινγκχαμ, θα ήταν μάλλον πριν γεννηθείς. |
αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est sans conteste le meilleur gâteau que j'aie jamais goûté. Αυτή είναι αναμφίβολα η καλύτερη τούρτα που δοκίμασα ποτέ. |
πριν λίγο καιρόadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a quelque temps, je suis allé en vacances à Cancun. |
με διαφορά(fam) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η σπιτική σάλτσα για μακαρόνια είναι με διαφορά καλύτερη από την έτοιμη. |
πριν(longtemps, deux ans, etc.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αν ισχύει(soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ καιρό πριν, πριν από πολύ καιρό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) David a acheté cette maison il y a très longtemps. |
Δεν υπάρχει άλλη λύση.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είναι δεδομένο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les gens vont faire la queue pour ces tickets : il n'y a pas de doute. |
χωρίς μα, μου, σου, ξου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Άντε πάλι!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμωςadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τι τρέχει;(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τι παίζει;, Τι τρέχει;(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sarah avait l'air triste alors je lui ai demandé : « Ça va ? » |
Τι τρέχει;(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu es tout pâle, qu'est-ce qui se passe ? |
Τι παίζει;, Τι τρέχει;(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό; |
υπάρχει
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a une banque de l'autre côté de la rue. Ακριβώς απέναντι υπάρχει μια τράπεζα. |
υπάρχουν
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a quinze hommes dans ce bureau et seulement trois femmes. Στο γραφείο υπάρχουν δεκαπέντε άντρες και μόνο τρεις γυναίκες. |
περιλαμβάνει χωρίς περιορισμούς(législation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμενόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κάντο!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu veux acheter une nouvelle voiture ? Alors je dis "vas-y"! |
δεν συγκρίνεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En ce qui concerne les voitures, je préfère une Porsche, sans hésitation (or: y'a pas photo). |
με τίποτα(familier, jeune) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θέλεις να έρθω μαζί σου στην ντίσκο; Με την καμία! Μισώ τον χορό! |
κάνε αυτό που πρέπει να κάνειςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το(populaire) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Si tu penses que je vais encore faire la vaisselle pour toi ce soir, tu peux te gratter ! |
στο υπογράφω(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν υπάρχει αμφιβολία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un homme malfaisant, cela ne fait aucun doute (or: il n'y a pas de doute là-dessus). |
Παρακαλώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Όταν κάποιος σου λέει ευχαριστώ, η σωστή απάντηση είναι να πεις «παρακαλώ». |
την κάνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Désolée,il faut que j'y aille, mon taxi est là. |
φεύγω(assez familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je sais que je suis en retard pour le déjeuner. J'y vais. Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα! |
άντε να βγάλεις άκρη(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τίποτα!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) A: Merci d'avoir lavé ma voiture. B: Pas de problème (or: Pas de souci) ! Α: Ευχαριστώ που μου έπλυνες το αυτοκίνητο. Β: Δεν κάνει τίποτα! |
Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!(familier) (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Στο διάολο! Άι στο διάολο!(très familier) (αργκό, προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Και τώρα; Και τώρα τι;(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il abandonnerait un tel poste de son plein gré ? J'y crois pas ! |
Τι λες τώρα!(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
δεν σε πιέζω(familier, ironique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκλείεται
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ό,τι είχα να πω το είπα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρε που να με πάρει!(familier, un peu vieilli) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν βάζω και στοίχημα(un peu familier) |
να 'μαστεinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δύσκολο, απίθανο
|
η δεύτερη επιλογήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αιτία πανικούlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le principal a accusé le professeur d'avoir la main lourde quand elle corrigeait ses élèves. Ο διευθυντής κατηγόρησε τη δασκάλα ότι διόρθωσε τους μαθητές της με αγαρμποσύνη. |
μακρινό παρελθόνlocution adverbiale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a très longtemps, cette ferme en ruines était habitée par une famille de paysans. |
στόχος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'humoriste voyait tout et tout le monde comme des proies rêvées (or: proies idéales) pour ses blagues. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του y στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του y
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.