Τι σημαίνει το agir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης agir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agir στο πορτογαλικά.
Η λέξη agir στο πορτογαλικά σημαίνει συμπεριφέρομαι, ενεργώ, πράττω, ενεργώ εκ μέρους, αναλαμβάνω δράση, κάνω κινήσεις, συνεχίζω, χειρίζομαι, προσποιούμαι, παριστάνω, παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά, δραματοποιώ, τραγικοποιώ, φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου, σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι, ενεργώ από κοινού, κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου, συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν να, λειτουργώ ως κπ/κτ, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, ενεργώ σχετικά με κτ, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, βιάζομαι, χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου, επιδρώ, επιδρώ, συμμορφώνομαι με κτ, είμαι ανεξέλεγκτος, αφήνομαι ανεξέλεγκτος, δρω απερίσκεπτα, δρω αμελώς, ανιχνεύω, έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ, νταντεύω, κάνω φάουλ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης agir
συμπεριφέρομαι(φέρομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Achei que ele estivesse doente, porque estava agindo de modo estranho. Νόμισα ότι ήταν άρρωστος επειδή συμπεριφερόταν περίεργα. |
ενεργώ, πράττω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando tiver falado com meus assessores, vou agir. Θα δράσω αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου. |
ενεργώ εκ μέρους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Terei que agir em nome do meu irmão ausente. |
αναλαμβάνω δράση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Não podemos simplesmente ignorar a situação - precisamos agir. Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
κάνω κινήσειςverbo transitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você poderia me dizer como proceder? Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ πως να συνεχίσω; |
χειρίζομαι(informal) (κπ/κτ, μια κατάσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ouvi que Mark ganhou outra promoção; ele sabe realmente como ser esperto. |
προσποιούμαι, παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele agiu como doente, pois não queria ir à escola. Προσποιήθηκε (or: παρίστανε) τον άρρωστο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. |
παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά(figurado) (μεταφορικά: κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δραματοποιώ, τραγικοποιώ(figurado, exagerar) (κατάσταση, γεγονός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μουlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτιinterjeição (ditado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σκέφτεσαι να επενδύσεις σε μια νέα δουλειά; Σκέψου καλά πριν το κάνεις! |
ενεργώ από κοινού
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου(agir sem conhecimento) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μην κάνεις τίποτα πίσω από την πλάτη της· αν θεωρείς ότι κάνει λάθος, πες της το στα ίσια. |
συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λειτουργώ ως κπ/κτlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando eles se conheceram foi a irmã dela que agiu como cupido. Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης. |
ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της. |
ενεργώ σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προστατεύω, διατηρώ άθικτο(evitar danos) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και το εννοούσα. |
βιάζομαι(figurado, informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Meu marido está à toa na garagem. Não tenho ideia do que ele está fazendo lá. Ο σύζυγός μου χάνει την ώρα του στο γκαράζ - Δεν έχω ιδέα τι κάνει εκεί μέσα. |
επιδρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A estampa era resultado do ácido agindo sobre o metal. Η χαρακιά δημιουργήθηκε από το οξύ που επιδρούσε στο μέταλλο. |
επιδρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμμορφώνομαι με κτ
Advogados têm que obedecer estritamente às regras de conduta profissional. Οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας. |
είμαι ανεξέλεγκτος, αφήνομαι ανεξέλεγκτος
|
δρω απερίσκεπτα, δρω αμελώς
|
ανιχνεύωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ(formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο σκηνοθέτης κάνει και τον ηθοποιό στην ταινία. |
νταντεύωexpressão verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pare de agir como mãe. Você é minha namorada, não minha mãe. Σταμάτα να με νταντεύεις. Είσαι η κοπέλα μου, όχι η μαμά μου. |
κάνω φάουλexpressão verbal (esporte) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του agir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.