Τι σημαίνει το algo στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης algo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του algo στο πορτογαλικά.
Η λέξη algo στο πορτογαλικά σημαίνει περίπου, χοντρικά, κάτι, κάτι, ό,τι νά 'ναι, τίποτα, τίποτε, κάτι, κάτι, οτιδήποτε, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή, ελέγχω, συγκρατώ, φλυαρώ, αλληλεπικαλύπτομαι, ενόψει, υπό την κάλυψη, για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ, του ίδιου είδους, παιχνίδι, αυτό που συγκλονίζει, αυτό που σοκάρει, συναρπαστικός, γοητευτικός, τροφή για σκέψη, κάτι ιδιαίτερο, καταπληκτικό, αφορμή για προβληματισμό, σπάνιο θέαμα, εξτραδάκι, δεν έχω τίποτα να πω, ελέγχω, περιορίζω, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου, είμαι περήφανος για κτ, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, σχηματίζομαι, παίρνω μορφή, πετάω στα μούτρα, δεν είναι για καλό, το ρίχνω, παίρνω κτ με το μαλακό, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παίρνει το αυτί μου κτ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, παρεκτρέπομαι, δοκιμάζω να, προσπαθώ να, παραγγέλνω απ'έξω, χώνω, επιβεβαιώνω, κουνάω, κουνώ, μεγαλοποιώ, δίνω κάποιο χαρακτηριστικό, δίνω κάποια ιδιότητα, λογοκρίνω, εστιάζω σε κτ, εμβολιάζω, μπολιάζω, κρατάω γερά, στύβω, κερδίζω, παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ, μπλέκω με κπ/κτ, προσθέτω, ανεβάζω, σηκώνω, στριφογυρίζω, σε συνδυασμό με κτ, ως και, είμαι μέσα, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, αφιερώνω χρόνο, προκαλώ χάος σε κτ, τα καταφέρνω καλύτερα, κάνω κτ με σειρά, πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ, έχω προσωπικό όφελος, μετατρέπομαι σε κτ, μαστορεύω, φλερτάρω με κτ, μπλέκομαι σε κτ, δίνω, σκεβρώνω, χρηματοδοτώ, εμφυτεύω, βγάζω κτ στα κρυφά, συγκρατώ, περνάω κπ/κτ για κπ/κτ, κουρδίζω, δαντέλα, νταντέλα, προχωρώ παραπέρα, επικυρώνω, αφήνω κτ ήσυχο, ρίχνω, πετάω, πετώ, κάνω κτ με μισή καρδιά, κρατάω ενωμένο, χρειάζεται, πρέπει, δίνω, ανακατεύω, βασίζω κτ σε κτ, στηρίζω κτ σε κτ, χειρότερα, τραβάω κτ σε βίντεο, ζεύω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης algo
περίπου, χοντρικάpronome (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Havia algo próximo de um milhão de dólares no cofre. |
κάτιpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Estamos procurando algo (or: alguma coisa) para comer. Ψάχνουμε να βρούμε κάτι να φάμε. |
κάτι
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Alguma coisa está me incomodando. Κάτι με ενοχλεί. |
ό,τι νά 'ναι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τίποτα, τίποτεpronome (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάτιpronome (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάτι, οτιδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Você tem algo a declarar? Έχεις να δηλώσεις κάτι (or: οτιδήποτε); |
παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο(algo errado ou inesperado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή
|
ελέγχω, συγκρατώ(figurado: controlar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φλυαρώ(falar sem parar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αλληλεπικαλύπτομαι(parcialmente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Essas duas teorias coincidem. |
ενόψει(considerando) Em vista de nossas ações, você terá de sair. Δεδομένων των πράξεών σου, θα πρέπει να φύγεις. |
υπό την κάλυψη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
του ίδιου είδουςlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παιχνίδιlocução verbal (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυτό που συγκλονίζει, αυτό που σοκάρει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συναρπαστικός, γοητευτικόςsubstantivo masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τροφή για σκέψηexpressão (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτι ιδιαίτεροsubstantivo masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταπληκτικόexpressão (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η αγάπη είναι καταπληκτική. Να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς είναι καταπληκτικό. |
αφορμή για προβληματισμόexpressão (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Sim, suas ideias realmente me deram algo para pensar! Ναι, οι ιδέες σου σαφέστατα μου έδωσαν τροφή για σκέψη! |
σπάνιο θέαμα(algo não facilmente visto) |
εξτραδάκι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δεν έχω τίποτα να πω(για κάτι ή σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελέγχω, περιορίζω(emoção: controlar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μουexpressão (considerar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι περήφανος για κτverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανταλλάζω, ανταλλάσσωexpressão verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os novos alto-falantes são estilosos, mas eu não trocaria o som pela aparência. Τα καινούρια ηχεία είναι στυλάτα, αλλά δεν θα συμβιβαζόμουν στον ήχο για χάρη της εμφάνισης. |
σχηματίζομαι, παίρνω μορφήexpressão (assumir a forma de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω στα μούτραlocução verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν είναι για καλόexpressão verbal (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) |
το ρίχνω(fazer algo com grande esforço ou impacto) (σε κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω κτ με το μαλακό(não precipitar com algo, fazer algo cuidadosamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>expressão (destruir através de explosão) |
παίρνει το αυτί μου κτexpressão verbal (informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω με τα μούτρα σε κτexpressão (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρεκτρέπομαι(για ομιλία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δοκιμάζω να, προσπαθώ να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ήθελε να προσπαθήσει να πάρει μπάτσελορ. |
παραγγέλνω απ'έξωexpressão (fazer pedido pelo telefone) (φαγητό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ursula dobrou a ponta do lençol embaixo do colchão. Η Ούρσουλα έβαλε την άκρη του σεντονιού κάτω από το στρώμα. |
επιβεβαιώνωverbo transitivo (confirmar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουνάω, κουνώverbo transitivo (rabo: mover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O cachorro abanou seu rabo quando seu dono chegou em casa do trabalho. Το σκυλί κουνούσε την ουρά του όταν το αφεντικό του γύρισε στο σπίτι από τη δουλειά. |
μεγαλοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω κάποιο χαρακτηριστικό, δίνω κάποια ιδιότηταverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λογοκρίνωverbo transitivo (censurar, cortar, omitir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εστιάζω σε κτverbo transitivo (informal) |
εμβολιάζω, μπολιάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρατάω γερά(κυριολεκτικά) |
στύβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que vantagem você vai ter em mentir sobre isso? Κερδίζει πολλά λεφτά παίζοντας στο καζίνο. |
παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπλέκω με κπ/κτ(informal, figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω, σηκώνωexpressão verbal (veículo: para trocar pneu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στριφογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σε συνδυασμό με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ως καιlocução adverbial (um total possível de) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Em um dia bom, eu via algo como 80 espécies de pássaros. |
είμαι μέσαlocução adjetiva (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτι άλλο, κάτι ακόμαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você quer algo mais para beber? Θα ήθελες να πιεις κάτι ακόμα; |
αφιερώνω χρόνοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προκαλώ χάος σε κτexpressão verbal (tornar caótico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα καταφέρνω καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você viu o namorado dela? Eu realmente acho que ela consegue algo melhor. |
κάνω κτ με σειράverbo pronominal/reflexivo (fazer algo um de cada vez) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω προσωπικό όφελοςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετατρέπομαι σε κτverbo pronominal/reflexivo (transformar-se) |
μαστορεύω(tentar consertar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Polly mexeu no rádio velho até, finalmente, fazê-lo funcionar novamente. Η Πόλι μαστόρευε το παλιό ραδιόφωνο μέχρι που επιτέλους κατάφερε να το κάνει να δουλέψει. |
φλερτάρω με κτ(BRA, ideia: considerar) (μεταφορικά) Steve flertou com a ideia de largar seu trabalho e viajar pelo mundo. Ο Στίβ φλέρταρε με την ιδέα να αφήσει τη δουλειά του και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. |
μπλέκομαι σε κτ(figurado: entrar numa discussão) Μην μπλεχτείς στον καυγά τους σχετικά με τα χρήματα. |
δίνωverbo transitivo (passar objeto) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode dar aquele livro para mim? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο; |
σκεβρώνωverbo transitivo (ξύλο, από υγρασία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A umidade havia deformado as tábuas na antiga casa de campo. Η υγρασία είχε σκεβρώσει τις σανίδες του πατώματος στο παλιό αγροτόσπιτο. |
χρηματοδοτώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμφυτεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω κτ στα κρυφάexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O ladrão saiu com os CDs escondidos nos bolsos. Ο κλέφτης έβγαλε τα CD στα κρυφά μέσα στις τσέπες του. |
συγκρατώ(colar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω κπ/κτ για κπ/κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουρδίζωverbo transitivo (instrumento musical) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δαντέλα, νταντέλα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προχωρώ παραπέραlocução verbal (μεταφορικά) Se todos entenderam isso agora, vamos começar algo novo. Αν το κατάλαβαν όλοι, ας προχωρήσουμε παραπέρα. |
επικυρώνωverbo transitivo (tíquete: carimbar como válido) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κτ ήσυχοexpressão verbal |
ρίχνω, πετάω, πετώ(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janet atirou o prato contra a parede. Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο. |
κάνω κτ με μισή καρδιάexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω ενωμένο(manter uma unidade) |
χρειάζεται, πρέπειlocução verbal (assumir uma obrigação) (να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Você não precisa se incomodar tanto por mim. Δεν χρειάζεται να μπεις σε τόσο κόπο για εμένα. |
δίνωverbo transitivo (pagar) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu vou te dar quinhentos dólares pelo carro. Θα σου δώσω πεντακόσια δολάρια για εκείνο το αυτοκίνητο. |
ανακατεύω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary acrescentou um remédio para dormir a seu drinque antes de deitar. Ο Γκάρυ έβαλε στο ποτό του λίγο υπνωτικό πριν πάει για ύπνο. |
βασίζω κτ σε κτ, στηρίζω κτ σε κτexpressão verbal Katherine está baseando sua projeção em taxas que permanecem em seu valor atual. Η Κάθριν στηρίζει τις προβλέψεις της στην παραμονή των επιτοκίων στο ίδιο επίπεδο. |
χειρότερα
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) As coisas estavam mal, mas ele sobrevivera a algo pior. Τα πράγματα δεν πάνε καλά, αλλά έχουμε περάσει και χειρότερα. |
τραβάω κτ σε βίντεοverbo transitivo (registrar com câmera) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura filmou a peça da escola de seu filho. Η Λώρα τράβηξε σε βίντεο τη σχολική παράσταση των παιδιών της. |
ζεύω κτ σε κτexpressão verbal (para arado) O fazendeiro atrelou os bois ao arado. Ο αγρότης έζεψε τα βόδια στο άροτρο. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του algo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του algo
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.