Τι σημαίνει το avouer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avouer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avouer στο Γαλλικά.

Η λέξη avouer στο Γαλλικά σημαίνει ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, ομολογώ, ομολογώ, παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδοχή, αναγνώριση, ομολογία, ομολογώ, παραδέχομαι, παραδέχομαι, μιλάω ανοιχτά για κτ, μολογάω, μολογώ, παραδέχομαι ότι, δηλώνω, ανακοινώνω, παραδέχομαι ότι/πως, παραδέχομαι, ομολογώ, ομολογώ, ομολογώ κτ σε κπ, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, ομολογουμένως, τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα, κρυφός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avouer

ομολογώ

verbe intransitif (έγκλημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La police espère qu'elle va avouer pour éviter un procès.
Η αστυνομία ελπίζει πως θα ομολογήσει για να αποφύγει τη δίκη.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

verbe transitif (un crime)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cross a avoué le vol d'argent.
Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα.

ομολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une femme est venue au commissariat et a avoué le meurtre.
Μια γυναίκα ήρθε στο αστυνομικό τμήμα και ομολόγησε τον φόνο.

ομολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a avoué sa culpabilité après des heures d'interrogatoire.
Ομολόγησε την ενοχή του ύστερα από ώρες ανάκρισης.

παραδέχομαι, ομολογώ

verbe transitif (une vérité)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a admis (or: a avoué) son amour pour lui.
Παραδέχτηκε (or: ομολόγησε) τον έρωτά της για εκείνον.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave a admis être jaloux de son jeune frère.
Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό.

παραδοχή, αναγνώριση, ομολογία

verbe transitif

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smith a avoué son rôle dans le vol.

ομολογώ, παραδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδέχομαι

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon frère a cassé la lampe préférée de ma mère mais il refuse d'avouer.
Ο αδερφός μου έσπασε το αγαπημένο φωτιστικό της μητέρας μου και αρνήθηκε να το παραδεχτεί.

μιλάω ανοιχτά για κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu te sentirais peut-être mieux si tu allais voir ton patron pour lui avouer ce que tu as fait.

μολογάω, μολογώ

verbe transitif (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδέχομαι ότι

verbe transitif (έκανα κάτι)

δηλώνω, ανακοινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδέχομαι ότι/πως

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il admit être celui qui l'avait cassé.

παραδέχομαι, ομολογώ

verbe transitif (une erreur, sa culpabilité) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tueur a confessé (or: avoué) sa culpabilité lors du procès.
Ο δολοφόνος παραδέχτηκε την ενοχή του στο δικαστήριο.

ομολογώ

locution verbale (ότι/πως έκανα κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim a avoué avoir mis le bazar dans la cuisine du bureau.
Ο Τζιμ ομολόγησε πως έκανε χάλια την κουζίνα του γραφείου.

ομολογώ κτ σε κπ

Dwight a avoué sa culpabilité à son pasteur.
Ο Ντουάιτ ομολόγησε την ενοχή του στον πάστορα.

παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ

παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jones a avoué à la police avoir été impliqué dans une entreprise criminelle.

ομολογουμένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est vrai que je t'ai caché des choses.

τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα

(figuré) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John ne sait pas garder un secret : je savais qu'il finirait par vendre la mèche concernant la fête.

κρυφός

locution adjectivale (secret)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il joue au football, mais c'est aussi un poète qui ne veut pas l'avouer.
Παίζει ποδόσφαιρο, αλλά είναι και κρυφός ποιητής.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avouer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του avouer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.