Τι σημαίνει το break στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης break στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του break στο Αγγλικά.
Η λέξη break στο Αγγλικά σημαίνει σπάω, σπάω, σπάζω, σπάω, κόβω, σπάω, χαλάω, διάλειμμα, διακοπές, κάταγμα, διακοπή, ευκαιρία, άνοιγμα, αλλαγή, -, χωρισμός, σπάσιμο, σπάω, σκάω, κόβομαι, διακόπτομαι, -, προδίδω, σπάω, κάνω διάλειμμα για κτ, περνάω, ανακόπτω, σπάω, διαλύω, κατατροπώνω, σπάω, χαλάω, χαλάω, τρυπάω, σπάω, το σκάω, σπάω, γονατίζω, ρίχνω, σπάω, σπάω, λύνω, δαμάζω, δημοσιεύω, σπάω, σπάζω, αντικρούω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, κάνω διάρηξη σε κτ, διάλειμμα, κόγχη, εσοχή, διακοπή, διακόπτω, εγκαθιστώ, διαλύομαι, συνθλίβομαι, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, διασπώ, διαλύω, αποσπώμαι, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ, επιστρέφω στις νίκες, επιστρέφω σε κπ, χαλάω, χαλώ, καταρρέω, αποτυγχάνω, γκρεμίζω, ρίχνω, διασπώ, αναλύω, ξεσπάω, κάνω διάρρηξη, διακόπτω, στρώνω, στρώνω, ανοίγω, εκπαιδεύω, κάνω διάρρηξη, ξεκινώ ξαφνικά, αρχίζω ξαφνικά, διακόπτω, μπαίνω, σπάω, κόβω, διαλύω, δραπετεύω, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, ξεσπάω, ξεσπώ, βγάζω σπυράκια, βγαίνω, βοηθώ κπ να αποδράσει, βγάζω, σημειώνω πρόοδο, διασπώμαι σε, χωρίζω, χωρίζω με, σταματάω, σταματώ, διαλύω, σταματώ, σπάω, σπάζω, χάνομαι, παύω να έχω σχέση με κπ, παραβιάζω, απομακρύνομαι από κπ/κτ, κακοτυχία, κάταγμα, μεγάλη ευκαιρία, καλή επιτυχία, καταρρίπτω ένα ρεκόρ, τρώω, τρώω, συντρώω, ξεσπάω σε κλάμματα, φτάνω στο νεκρό σημείο, απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, απελευθερώνομαι από κτ, πρωτοπορώ, αναλύω, κόφ' το, τελειώνω μία σχέση, Κόφτε το!, φορτίο θραύσης, ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι, καινοτομώ, αυγή, χαραυγή, ανοίγω, ανοίγω, σημείο καμπής, αίθουσα προσωπικού, ολοκληρώνω το μεγαλύτερο μέρος, τινάζω τη μπάνκα στον αέρα, ξετινάζω, κόβω την συνήθεια, σπάζω τον πάγο, παρανομώ, φεύγω από την πεπατημένη, ανακοινώνω, ανακοινώνω, ανακοινώνω σε κπ, σπάω το ρεκόρ, σπάω το ρεκόρ, σπάω τους κανόνες, αποσφραγίζω, ανοίγω, -, σπάω το φράγμα του ήχου, λύνω τα μάγια, λύνω τα μάγια, κατεδαφίζω, διάλειμμα, αερίζομαι, απομακρύνομαι από τις παραδόσεις, απομάκρυνση από τις παραδόσεις, αψηφώ την παράδοση, κάνω να πέσει στα μαλακά, ραγίζω την καρδιά κάποιου, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης break
σπάωtransitive verb (smash: into pieces) (κομματιάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you play ball in the house, you will break something. Αν παίξεις μπάλα μέσα στο σπίτι, θα σπάσεις κάτι. |
σπάω, σπάζωtransitive verb (fracture a bone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan broke his arm when he fell. Janis broke two ribs when she slipped on the ice. Ο Άλαν έσπασε το χέρι του όταν έπεσε. |
σπάω, κόβωtransitive verb (figurative (end [sth]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The home team broke the champions' winning streak. Οι γηπεδούχοι έσπασαν το νικηφόρο σερί των πρωταθλητών. |
σπάωintransitive verb (fragment, shatter) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The window broke, and now there's glass all over the floor. Έσπασε το παράθυρο και τώρα το πάτωμα είναι γεμάτο γυαλιά. |
χαλάωintransitive verb (stop functioning) (σταματάω να δουλεύω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our old television finally broke. Η παλιά μας τηλεόραση τελικά χάλασε. |
διάλειμμαnoun (rest) (διακοπή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A break from training gave the football players a rest. Ένα διάλειμμα από την προπόνηση έδωσε στους ποδοσφαιριστές την ευκαιρία να ξεκουραστούν. |
διακοπέςnoun (in schedule: holiday) (σχολείο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) There will be no classes until after Christmas break. Μάθημα θα έχουμε πάλι μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. |
κάταγμαnoun (person: fracture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Will suffered a bad break when he went skiing. Ο Γουίλ υπέστη ένα σοβαρό κάταγμα όταν πήγε για σκι. |
διακοπήnoun (suspension, pause) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A break from discussions will give us time to gather more information. Η διακοπή των συζητήσεων θα μας δώσει χρόνο να συγκεντρώσουμε περισσότερες πληροφορίες. |
ευκαιρίαnoun (slang (fortunate event) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Miranda went to Hollywood, looking for her big break. |
άνοιγμαnoun (gap) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The children slipped through a break in the fence. |
αλλαγήnoun (weather: change) (καιρού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They are waiting for a break in the storm. |
-noun (rush to escape) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The prisoners made a break for the door. Οι φυλακισμένοι έτρεξαν προς την πόρτα. |
χωρισμόςnoun (informal (relationship rupture) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sam is heading for a break with his girlfriend. |
σπάσιμοnoun (voice change) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The break in his voice is a sign of puberty, as he goes from bass to alto with no control. |
σπάωintransitive verb (pool: scatter balls) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When I play pool, I always like to break. |
σκάωintransitive verb (burst) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The water balloon broke. |
κόβομαιintransitive verb (be disconnected) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The long-distance connection broke. |
διακόπτομαιintransitive verb (pause) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The meeting will break at noon. |
-intransitive verb (dawn) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The dawn is about to break. Όπου να ’ναι, θα χαράξει. |
προδίδωintransitive verb (health: fail) (μεταφορικά: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His health broke after years of toil. Η υγεία του κατέρρευσε μετά από τόσα χρόνια μόχθου. |
σπάωintransitive verb (voice: change) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His voice started to break when he was 13. |
κάνω διάλειμμα για κτ(pause, interrupt activity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After an hour's discussion, the committee broke for a coffee and a bite to eat. |
περνάωtransitive verb (infringe) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drag racers broke the speed limit. |
ανακόπτωtransitive verb (lessen impact of) (τη δύναμη, τη φόρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer's blocking move broke the force of his opponent's blow. |
σπάωtransitive verb (sever, annul) (μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The actor wants to break his contract. |
διαλύω, κατατροπώνωtransitive verb (destroy) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer threatened to break his opponent. |
σπάω, χαλάωtransitive verb (set: remove a piece) (μεταφορικά: σύνολο, σετ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The collector doesn't want to break the set. |
χαλάωtransitive verb (US, slang (money: give change) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you break a dollar? |
τρυπάωtransitive verb (penetrate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drill broke through the door of the safe. |
σπάωtransitive verb (decode) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army is trying to break the enemy code. Ο στρατός προσπαθεί να σπάσει τον κώδικα του εχθρού. |
το σκάωtransitive verb (US, slang (escape) (καθομ: από κάπου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The convicts broke jail. Οι κατάδικοι απέδρασαν από τη φυλακή. |
σπάωtransitive verb (sports: better a score) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our team broke the record for number of games won. |
γονατίζωtransitive verb (figurative, slang (bankrupt) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The card shark broke the house. |
ρίχνωtransitive verb (baseball: curveball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The pitcher broke a wicked curve that got the corner of the plate. |
σπάωtransitive verb (figurative (wear down) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The interrogation broke the soldier's spirit. Η ανάκριση έσπασε το ηθικό του στρατιώτη. |
σπάωtransitive verb (rupture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bubbles broke the surface of the water. |
λύνωtransitive verb (figurative (solve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No matter what I try, I can't break this problem. |
δαμάζωtransitive verb (animals: tame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cowboy tried to break the new stallion. |
δημοσιεύωtransitive verb (media: publish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A newspaper broke the story. |
σπάω, σπάζωtransitive verb (tennis: win when opponent served) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The challenger broke his opponent's serve. |
αντικρούωtransitive verb (US, slang (disprove) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police broke his alibi. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωtransitive verb (surpass) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The man was cited for breaking the speed limit. |
κάνω διάρηξη σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (enter by force) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Criminals broke into the house. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από όταν μπήκαν κλέφτες στο σπίτι της, η Άννα φοβάται να μείνει μόνη. |
διάλειμμαnoun (school: pause from lessons) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tim couldn't wait for recess and the chance to get out of this boring math class. Ο Τιμ ανυπομονούσε να έρθει το διάλειμμα για να γλυτώσει από αυτό το βαρετό μάθημα των μαθηματικών. |
κόγχη, εσοχήnoun (architecture: alcove) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are three deep recesses in the wall. Υπάρχουν τρεις βαθιές κόγχες (or: εσοχές) στον τοίχο. |
διακοπήnoun (court: break) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The defence asked for a short recess to examine the new evidence. Η υπεράσπιση ζήτησε μια μικρή διακοπή για να εξετάσει τα νέα στοιχεία. |
διακόπτωintransitive verb (court: break) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The court will recess for lunch. |
εγκαθιστώtransitive verb (lights) (χωνευτό φως, σποτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαλύομαι, συνθλίβομαιphrasal verb, intransitive (literal (fall to pieces) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The dam broke apart because of the force of flood waters. |
αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρωphrasal verb, transitive, separable (disassemble) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διασπώ, διαλύωphrasal verb, transitive, separable (figurative (destroy) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This zoning issue will break apart the community. |
αποσπώμαιphrasal verb, intransitive (become separate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Two of the members of the band broke away to form a band of their own. Δύο από τα μέλη του συγκροτήματος έφυγαν για να δημιουργήσουν δικό τους συγκρότημα. |
απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ(figurative (separate: from group) Several members broke away from the party to form their own extremist group. |
αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ(detach, fall off) When Sue went to take her cakes out of the oven, the handle broke away from the door. |
επιστρέφω στις νίκεςphrasal verb, intransitive (tennis: win after losing previous game) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Federer broke back to win the third game. |
επιστρέφω σε κπ(sports: return to original position) The goalkeeper saved the shot, but the ball broke back to Smith, who scored. |
χαλάω, χαλώphrasal verb, intransitive (machine: stop working) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The car broke down on the way home. Στο δρόμο για το σπίτι χάλασε το αυτοκίνητο. |
καταρρέωphrasal verb, intransitive (figurative (person: cry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stella broke down when the police told her about her husband's accident. Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της. |
αποτυγχάνωphrasal verb, intransitive (figurative (collapse, become weak) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The union called a strike after talks broke down over retirement benefits. Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης. |
γκρεμίζω, ρίχνωphrasal verb, transitive, separable (door, wall: knock down) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police broke down the door when they raided the house. Η αστυνομία έριξε την πόρτα όταν έκανε έφοδο στο σπίτι. |
διασπώphrasal verb, transitive, separable (substance: disintegrate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stomach acid breaks down food during digestion. Το γαστρικό οξύ διασπά τις τροφές κατά τη διάρκεια της πέψης. |
αναλύωphrasal verb, transitive, separable (figurative (analyze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We can break down the process into a number of separate stages. Μπορούμε να χωρίσουμε τη διαδικασία σε αρκετά ξεχωριστά στάδια. |
ξεσπάωphrasal verb, intransitive (emerge, happen suddenly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω διάρρηξηphrasal verb, intransitive (enter by force) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Thieves broke in and raided the safe. Οι ληστές έκαναν διάρρηξη και παραβίασαν το χρηματοκιβώτιο. |
διακόπτωphrasal verb, intransitive (figurative (interrupt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please excuse me for breaking in. Με συγχωρείτε που διακόπτω. |
στρώνωphrasal verb, transitive, separable (horse: tame, train) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Matt breaks in horses for the racetrack. |
στρώνωphrasal verb, transitive, separable (US (car, engine: run in, use when new) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's best to break the engine in slowly. Το καλύτερο είναι να στρώσεις τη μηχανή σιγά σιγά. |
ανοίγωphrasal verb, transitive, separable (shoes: soften by wearing) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It sometimes takes time to break new shoes in. Μερικές φορές παίρνει καιρό μέχρι να ανοίξουν τα καινούρια παπούτσια. |
εκπαιδεύωphrasal verb, transitive, separable (train [sb] to do a job) (για μια δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company runs a three-month programme to break in new employees. |
κάνω διάρρηξηphrasal verb, transitive, inseparable (building: enter by force) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Thieves broke into the house and stole several items of jewellery. Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα. |
ξεκινώ ξαφνικά, αρχίζω ξαφνικάphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (smile, song, run: start suddenly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was surprised when the old lady suddenly broke into song. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέσπασαν σε γέλια, όταν άκουσαν την τιμή. |
διακόπτωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (conversation: interrupt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary broke into our conversation to announce that dinner was ready. Ο Γκάρι διέκοψε τη συζήτησή μας για να ανακοινώσει ότι ήταν έτοιμο το δείπνο. |
μπαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (field of work) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joanna wants to break into digital marketing to advance her career. Η Τζοάνα θέλει να μπει στον χώρο του ψηφιακού μάρκετινγκ για να δώσει ώθηση στην καριέρα της. |
σπάωphrasal verb, intransitive (become detached) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The door handle became loose and eventually broke off. Το χερούλι της πόρτας χαλάρωσε και εντέλει έσπασε. |
κόβωphrasal verb, transitive, separable (snap, detach) (αφαιρώ κομμάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olga broke off a large piece from the chocolate bar. Ο Όλγα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη σοκολάτα. |
διαλύωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (terminate) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Matt and Glenda have decided to break off their engagement. Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους. |
δραπετεύωphrasal verb, intransitive (escape) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The prisoners broke out and managed to get past the guards. |
αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ(escape) The prisoner broke out of jail by digging a tunnel. Ο κρατούμενος δραπέτευσε από τη φυλακή σκάβοντας ένα τούνελ. |
ξεσπάω, ξεσπώphrasal verb, intransitive (war, disease, chaos: begin) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The restaurant was calm until a thrown bottle caused a fight to break out. Το κλίμα στο εστιατόριο ήταν ήρεμο μέχρι που ξέσπασε καβγάς επειδή κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι. |
βγάζω σπυράκιαphrasal verb, intransitive (develop spots on skin) (εγώ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I ate too much sugar and now I'm breaking out. My face broke out right before my date with Steve! Το πρόσωπό μου γέμισε σπυράκια ακριβώς πριν βγω ραντεβού με τον Στιβ! |
βγαίνωphrasal verb, intransitive (rash, etc.: develop on skin) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A rash broke out on Alice's face after she used the lotion. |
βοηθώ κπ να αποδράσειphrasal verb, transitive, separable (set [sb] free) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) One of the gang members was in jail, so the others broke him out. Ένα από τα μέλη της συμμορίας ήταν στη φυλακή οπότε οι υπόλοιποι τον βοήθησαν να αποδράσει. |
βγάζωphrasal verb, transitive, inseparable (develop: a rash, spots) (σπυριά, εξάνθημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σημειώνω πρόοδοphrasal verb, intransitive (figurative (make sudden advance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The company succeeded in breaking through with these new ideas. Η εταιρεία κατάφερε να σημειώσει πρόοδο με αυτές τις νέες ιδέες. |
διασπώμαι σεphrasal verb, intransitive (disintegrate) Rock gradually breaks up into sand. |
χωρίζωphrasal verb, intransitive (informal (couple: separate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The couple broke up after a three-year relationship. Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης. |
χωρίζω μεphrasal verb, transitive, inseparable (separate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I think you need to break up with your boyfriend. |
σταματάω, σταματώphrasal verb, intransitive (informal (school: finish) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) School breaks up next week for the summer holidays. Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα. |
διαλύωphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (cause to separate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She blamed his mother's constant interference for breaking up their marriage. Κατηγορούσε τη μητέρα του ότι διέλυσε το γάμο τους με τις συνεχείς παρεμβάσεις της. |
σταματώphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (fight: intervene) (τον καβγά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The head teacher stepped in and broke up the fight between the two boys. Ο διευθυντής επενέβη και σταμάτησε τον καβγά των δύο αγοριών. |
σπάω, σπάζωphrasal verb, transitive, separable (crumble) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Break the biscuits up into small pieces and put them in a food processor. Σπάσε τα μπισκότα σε μικρά κομμάτια και βάλ' τα στο μούλτι. |
χάνομαιphrasal verb, intransitive (loss of phone sound quality) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You're breaking up, so I'll call you back later. Κάνει διακοπές το τηλέφωνο, γι' αυτό θα σε πάρω αργότερα. |
παύω να έχω σχέση με κπphrasal verb, transitive, inseparable ([sb]: end association) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραβιάζωphrasal verb, transitive, inseparable (stop complying with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνομαι από κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (group: withdraw from) |
κακοτυχίαnoun (informal (misfortune, period of bad luck) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He really got a bad break -- the truck ran into his house the day after his insurance lapsed. |
κάταγμαnoun (bone: serious fracture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jim suffered a bad break in his femur when he fell off the ladder. |
μεγάλη ευκαιρίαnoun (slang (great opportunity) Judy got her big break when a famous director cast her in his new film. |
καλή επιτυχίαinterjection (figurative, slang (to performer: good luck) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) As he left the dressing room his fellow actors shouted "Break a leg!" Καθώς έφευγε από το καμαρίνι οι άλλοι ηθοποιοί του θιάσου φώναξαν «Καλή επιτυχία!» |
καταρρίπτω ένα ρεκόρverbal expression (surpass previous highest, best) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We broke a record today; it's the first March ever with absolutely no snow here. |
τρώωverbal expression (figurative (eat a meal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Good friends enjoy breaking bread together. |
τρώω, συντρώωverbal expression (figurative (share a meal with [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) At the Last Supper, Jesus broke bread with his friends for the last time before he died. |
ξεσπάω σε κλάμματαverbal expression (burst into tears) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Helen broke down and cried when she heard the sad news. |
φτάνω στο νεκρό σημείοverbal expression (not make profit or loss) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) At the rate we're going, we'll be lucky to break even at year's end. Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου. |
απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ(escape) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stan works in an office, but dreams of breaking free and joining a rock band. |
απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιουverbal expression (escape) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The hostage broke free from his captors and ran to safety. |
απελευθερώνομαι από κτverbal expression (escape) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The two convicts were finally able to break free from the chain gang. Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων. |
πρωτοπορώ(figurative (be first to do [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She's breaking ground with her innovative approach. Πρωτοπορεί με την καινοτόμο προσέγγισή της. |
αναλύωverbal expression (figurative, informal (analyze the situation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόφ' τοinterjection (AU, slang (stop it) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Break it down, will ya?" said Alf. "I've had enough of your whingeing!" |
τελειώνω μία σχέσηverbal expression (informal (relationship: end) Sarah and John were going to get married next month, but she found he was having an affair and broke it off. |
Κόφτε το!interjection (slang (stop fighting) You can't fight in this bar. Break it up or I'll call the police and they'll break it up for you. |
φορτίο θραύσηςnoun (heavy weight, stress) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The scientists were testing the break loads of different types of rope. |
ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαιverbal expression (figurative (free yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I thought I'd fastened the dog's chain securely but he must have broken loose. |
καινοτομώverbal expression (figurative (do [sth] completely new) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αυγή, χαραυγήnoun (dawn, sunrise, early morning) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The hunt assembles and is ready to ride at the break of day. |
ανοίγω(open a seal) (κάτι σφραγισμένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's break open the champagne to celebrate your success! |
ανοίγω(force open a lock) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The robbers broke the lock open using a crowbar. |
σημείο καμπήςnoun (a point to make change) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αίθουσα προσωπικούnoun (staff room) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All staff are invited to the break room for cake and coffee at 5 o'clock. |
ολοκληρώνω το μεγαλύτερο μέροςverbal expression (figurative (do the hardest or biggest part of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τινάζω τη μπάνκα στον αέραverbal expression (gambling: win all money) He was on such a winning streak in Las Vegas, he broke the bank in two casinos! |
ξετινάζωverbal expression (figurative, informal (be expensive) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We can afford to buy new flowerpots; they really won't break the bank. |
κόβω την συνήθειαverbal expression (stop doing [sth] habitually) He hasn't smoked for six months. Maybe he's finally broken the habit! |
σπάζω τον πάγοverbal expression (figurative (start a conversation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Party games are an effective way to break the ice at a gathering. |
παρανομώverbal expression (do [sth] illegal, commit a crime) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Every time you buy a pirated DVD, you are breaking the law. |
φεύγω από την πεπατημένηverbal expression (figurative (do [sth] in an unconventional way) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακοινώνωverbal expression (announce [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνωverbal expression (announce [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνω σε κπverbal expression (announce [sth] to [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police officer broke the news to Natasha that her husband had died in a car crash. |
σπάω το ρεκόρverbal expression (surpass previous highest, best) |
σπάω το ρεκόρverbal expression (surpass previous highest, best) (για κτ ή με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπάω τους κανόνεςverbal expression (do [sth] in an unconventional way) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποσφραγίζωverbal expression (open: document, package) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you break the seal, you can no longer return the item to the store. Αν αποσφραγίσεις το προϊόν, δεν θα μπορείς, πια, να το επιστρέψεις στο κατάστημα. |
ανοίγωverbal expression (open: document, package) (κάτι σφραγισμένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I warned him not to break the seal on the envelope before he gave it to the official. |
-verbal expression (figurative, US, slang (urinate) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) After three drinks, Brad needed to break the seal. |
σπάω το φράγμα του ήχουverbal expression (go faster than sound) When a plane breaks the sound barrier it produces a sonic boom that sounds like an explosion. |
λύνω τα μάγιαverbal expression (figurative (end the illusion or mood) Don't say anything...I don't want to break the spell. |
λύνω τα μάγιαverbal expression (witchcraft: disable a charm, curse) The frog said that if I kissed him it would break the spell and he would turn into a handsome prince. |
κατεδαφίζω(demolish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army used tanks to break through the barricades. Ο στρατός χρησιμοποίησε άρματα μάχης για να κατεδαφίσει τα οδοφράγματα. |
διάλειμμαnoun (recreational period) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Part-time workers get half the break time of full-time workers. |
αερίζομαιverbal expression (pass gas) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνομαι από τις παραδόσειςverbal expression (abandon tradition) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My cousin broke with the past and didn't cook a turkey for Thanksgiving. |
απομάκρυνση από τις παραδόσειςnoun (abandoning tradition) In a break with the past, young women's fathers no longer give them away during the wedding ceremony. |
αψηφώ την παράδοσηverbal expression (diverge from norm) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω να πέσει στα μαλακάverbal expression (lessen impact) Fortunately, the pillow broke the boy's fall, and he wasn't injured. |
ραγίζω την καρδιά κάποιουverbal expression (figurative (make [sb] sad) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It breaks my heart to hear you are quitting. |
παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμούverbal expression (fracture a neck bone) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chris ended up paralysed after breaking his neck in a motorcycle accident. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του break στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του break
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.