Τι σημαίνει το cet στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cet στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cet στο Γαλλικά.
Η λέξη cet στο Γαλλικά σημαίνει αυτός, εκείνος, σήμερα, ένας, εκείνος, αυτός, αυτός, ΕΚ, -, -, -, εκείνος ακριβώς, αυτός, συμβούλιο εργαζομένων, τώρα, από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, βολικά, προτιμήσεις, αναφορικά με, όσον αφορά, όποιος, πιάνω κπ, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, πιάνω το νόημα, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, που τον έχω ξεχάσει, εκνευριστικά, που έχει τα εφόδια, ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας, ως προσωπικότητα, ό,τι, το μη ορατό, νόημα, σε αυτό, μέχρι στιγμής, με τρόπο που δεν βοηθά, -, γραφή, φίνος, τι, δεν είναι;, γήινος, εγκόσμιος, επίγειος, που επεμβαίνει, που ανακατεύεται, απλός, αφελής, ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, από άλλον κόσμο, απατηλός, παραπλανητικός, που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα, αυτή τη στιγμή, την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα, απόψε, αμέσως μετά, στον παρών, στην παρούσα, στο παρόν, ό,τι νά 'ναι, εξαρχής, από την αρχή, όσον αφορά εμένα, ως εκ τούτου, αυτή τη στιγμή, σε αυτή την περίπτωση, σε αυτή την περίπτωση, έστω, και όλα όσα συνεπάγεται, επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς, όπως επιθυμείς, όπως θέλεις, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, εκείνη τη χρονική περίοδο, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, σε αυτό το στάδιο, σε αυτή την φάση, μέχρι τώρα, μέχρι αυτή την ώρα, από εκείνη την στιγμή και μετά, καθόλου, εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τότε, εκείνο τον καιρό, σε εκείνα τα μέρη, εκεί, πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή, ως εκ τούτου, περισσότερο απο το αναμενόμενο, μέχρι τώρα/στιγμής, δεδομένης της κατάστασης, επομένως, στις μέρες μας, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, τότε, με αυτό τον τρόπο, έτσι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cet
αυτός(démonstratif) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je parle de ce stylo, pas celui-là là-bas sur le bureau. Μιλάω γι'αυτό το στυλό, όχι εκείνο επάνω στο γραφείο. |
εκείνοςadjectif (αν είναι μακρυά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) C'est cette écharpe que je préfère. Μου αρέσει εκείνο το φουλάρι καλύτερα. |
σήμεραadjectif (récent) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Qu'as-tu fait ce matin ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φέτος το καλοκαίρι θα πάμε στην Κρήτη. |
έναςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ensuite, ce chien est arrivé et m'a sauté dessus. Τότε, ένας σκύλος ήρθε και όρμηξε πάνω μου. |
εκείνος(αν είναι μακρυά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Tu aimes ça ? Δεν εννοούσα αυτό. |
αυτός(proche) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je parle de ceci, pas de cela. Μιλάω γι'αυτό, όχι εκείνο. |
αυτός
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Θα νόμιζες ότι θα ήταν θυμωμένος μετά από αυτό που του έκαναν, αλλά αυτό δεν ισχύει. |
ΕΚnom féminin invariable (abréviation de : Communauté Européenne) (σντμ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) C'est important de se souvenir de ses amis. Είναι σημαντικό να θυμάσαι ποιοι είναι οι φίλοι σου. |
-(animal non déterminé) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Vue la taille des empreintes, ce doit être un adulte. Κρίνοντας από το μέγεθος τον αποτυπωμάτων, πρέπει να είναι μεγάλο. |
-pronom (personne) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Qui est-ce ? Ποιος είναι; |
εκείνος ακριβώςpronom (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est à ce moment-là que j'ai réalisé mon erreur. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησα το λάθος μου. |
αυτός(άντρας) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Il est riche. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτός είναι ένας καλός μου φίλος. |
συμβούλιο εργαζομένων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est maintenant ou jamais ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Στιβ είναι άνεργος τώρα. |
από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα(+ présent, futur) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Actuellement, il y a six étudiants inscrits au cours de phonétique. Επί του παρόντος, έξι σπουδαστές είναι εγγεγραμμένοι στο μάθημα φωνητικής. |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce modèle de voiture n'est pas disponible actuellement. Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα. |
βολικά(situé : maison) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προτιμήσειςnom féminin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αναφορικά με, όσον αφορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όποιος(και αν/να κάνει κτ) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Quiconque aura le poste de PDG aura, je l'espère, le respect de tout le personnel. Όποιος κι αν γίνει ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος, ελπίζω ότι το προσωπικό θα τον σεβαστεί. |
πιάνω κπ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω το νόημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνω μπροστά, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
που τον έχω ξεχάσει(figuré, familier : capacité) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα Γαλλικά της Γουέντι είναι σκουριασμένα, αφού έχει χρόνια να τα εξασκήσει. |
εκνευριστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma connexion Internet est désespérément lente aujourd'hui. |
που έχει τα εφόδια(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας, ως προσωπικότητα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Η Αν συμπαθεί την Τζούλη ως άνθρωπο, αλλά το βρίσκει δύσκολο να εργάζεται μαζί της. |
ό,τι(de la façon) (αυτό που) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Faites comme je dis, pas comme je fais. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φτιάξε το κουτί όπως σου έδειξα. |
το μη ορατό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νόημαnom masculin (raison) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je n'ai pas compris l'objet de son propos (Je n'ai pas compris où il voulait en venir). Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε. |
σε αυτό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je suis d'accord avec toi là-dessus. Εδώ θα συμφωνήσω μαζί σου. |
μέχρι στιγμής
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tous nos efforts ont été jusqu'ici inutiles. Όλες οι προσπάθειές μας ήταν μάταιες μέχρι στιγμής. |
με τρόπο που δεν βοηθά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) C'est quoi, cette histoire avec Amber et Paul ? Ils se voient ? Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν; |
γραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peux-tu déchiffrer ces écritures ? Moi, je ne connais pas cette langue. |
φίνοςnom féminin (familier, un peu vieilli) (αργκό, παλαιό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quelle tranche de rigolade, la fête de Joe. Tu aurais dû venir ! |
τι
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Que fais-tu pour gagner ta vie en hiver ? |
δεν είναι;(moins utilisé qu'en anglais) (για επιβεβαίωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est ton livre, n'est-ce pas ? |
γήινος, εγκόσμιος, επίγειος(biens, préoccupation...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il se comporte comme s'il n'avait aucune préoccupation matérielle. |
που επεμβαίνει, που ανακατεύεταιlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απλός, αφελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu ne sais pas quoi écouter, j'ai exactement ce qu'il te faut : un super album de jazz qui vient de sortir. |
από άλλον κόσμοadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les fantômes et les goblins ne sont pas de ce monde. |
απατηλός, παραπλανητικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ne travaille pas en ce moment, mais il doit passer plusieurs entretiens d'embauche la semaine prochaine. Αυτή την περίοδο δεν εργάζεται, αλλά έχει αρκετές συνεντεύξεις την επόμενη εβδομάδα. |
αυτή τη στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je suis actuellement (or: en ce moment) au supermarché. Αυτή τη στιγμή είμαι στο σούπερ μάρκετ. |
την ίδια ώρα, εκείνη την ώραadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Certains étaient à la fête. Pendant ce temps, leurs enfants mettaient le bazar dans la cuisine à la maison. Κάποιοι από αυτούς ήταν στο πάρτι. Την ίδια ώρα, τα παιδιά τους στο σπίτι έκαναν χάλια την κουζίνα. |
απόψεlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Notre vol part ce soir, à 23 h 30. Η πτήση μας αναχωρεί απόψε στις 11.30. |
αμέσως μετάlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sur ce, la reine les congédia d'un geste de la main. |
στον παρών, στην παρούσα, στο παρόνlocution adverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ό,τι νά 'ναι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξαρχής, από την αρχήadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tout ce temps, il connaissait la vérité mais n'a rien laissé transparaître. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή. |
όσον αφορά εμένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon mari part au travail. Quant à moi, je vais rester à la maison m'occuper du bébé. Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό. |
ως εκ τούτου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La famille est très extrêmement importante en Suède et de ce fait, les droits des enfants sont très bien protégés. Η οικογένεια στη Σουηδία είναι ιδιαιτέρως σημαντική και ως εκ τούτου δικαιώματα των παιδιών προστατεύονται πολύ καλά. |
αυτή τη στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je suis occupée en ce moment : est-ce que tu peux me rappeler ? Είμαι απασχολημένος τώρα, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. |
σε αυτή την περίπτωσηlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'université est en droit de vous demander un certificat médical et, dans ce cas, elle vous remboursera les frais engendrés. |
σε αυτή την περίπτωσηadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Vous serez informé si l'un des articles n'est pas disponible et dans ce cas, le magasin vous proposera une alternative. |
έστω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Essaye de bouger ne serait-ce qu'une oreille et tu comprendras le sens du mot colère ! |
και όλα όσα συνεπάγεται(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a organisé l'anniversaire de sa sœur avec gâteau, glaces et tout le toutim. |
επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le garçon a raté son test de mathématiques. Par conséquent, il ne peut pas aller voir ses amis ce week-end. |
όπως επιθυμείς, όπως θέλειςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu as fini ce que tu avais à faire. Maintenant, tu peux faire ce que tu veux. |
εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À ce moment-là, j'ai réalisé qu'elle m'aimait vraiment. // J'allais lui dire, mais à ce moment-là, le téléphone a sonné. |
εκείνη τη χρονική περίοδο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis né en 1999. À cette époque, mon père était capitaine, mais aujourd'hui il est commandant. Γεννήθηκα το 1999. Εκείνη τη χρονική περίοδο ο πατέρας μου ήταν λοχαγός, αλλά τώρα είναι ταγματάρχης. |
τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il y a beaucoup d'animaux migrateurs ici en ce moment. |
εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Τότε δεν καταλάβαινα πλήρως τι εννοούσε, αλλά μπήκα στο νόημα αργότερα. |
εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότεlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À ce stade, il est important de choisir le meilleur chemin pour nous et nos descendants. |
σε αυτό το στάδιο, σε αυτή την φάσηlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À ce stade de la traduction, il faut réviser le texte attentivement . |
μέχρι τώραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jusqu'à présent, je n'avais jamais été vraiment amoureux. Μέχρι τώρα δεν είχα ερωτευτεί ποτέ αληθινά! |
μέχρι αυτή την ώραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Normalement, je suis couché à cette heure-là. À cette heure-ci, tu devrais avoir fini d'étudier pour l'examen. Συνήθως είμαι στο κρεβάτι μέχρι αυτή την ώρα. Μέχρι αυτή την ώρα θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη μελέτη σου για το διαγώνισμα. |
από εκείνη την στιγμή και μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bill fut tellement reconnaissant de l'aide que Jenny lui avait apportée qu'à partir de cet instant, ils devinrent meilleurs amis. Ο Μπιλ ήταν τόσο ευγνώμων για τη βοήθεια της Τζένι, που από εκείνη την στιγμή και μετά έγιναν καλύτεροι φίλοι. |
καθόλουlocution adverbiale (soutenu) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si j'ai pu vous offenser de quelque manière que ce soit, je vous présente mes excuses. |
εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Ma voiture ne sera pas prête avant vendredi alors en attendant, je prends le bus pour aller travailler. |
στη συγκεκριμένη περίπτωσηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D'habitude, je serais d'accord avec vous mais dans ce cas-ci, je crois que vous faites erreur. |
τότε, εκείνο τον καιρό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À cette époque, j'avais les cheveux plus longs et j'étais beaucoup plus mince. // Je jouais au rugby à cette époque. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τότε (or: Εκείνο τον καιρό) είχα πιο μακριά μαλλιά και ήμουν πιο αδύνατη. Έπαιζα ράγκμπι εκείνο τον καιρό. |
σε εκείνα τα μέρη, εκεί(au niveau du monde, d'un pays) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως εκ τούτουlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils sont amoureux. De ce fait, ils ne vont pas vouloir que j'aille en vacances avec eux. Είναι ερωτευμένοι και αυτό από μόνο του σημαίνει ότι δεν θέλουν να πάω διακοπές μαζί τους. |
περισσότερο απο το αναμενόμενοadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hier soir, il a plu plus que ce à quoi on s'attendait. |
μέχρι τώρα/στιγμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεδομένης της κατάστασηςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La situation là-bas devient extrêmement dangereuse. Dans ce cas, je vais éviter d'y aller. |
επομένωςlocution adverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
στις μέρες μας
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Οι καιροί είναι δύσκολοι τη σήμερον ημέρα. |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'ai pas encore reçu mon contrat de travail, à ce jour. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει κάτι καινούριο για την κατάσταση. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει την πληρωμή σας. |
τότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En ce temps-là, la plupart des gens n'avaient même pas de portables. Τότε οι περισσότεροι δεν είχαν καν κινητά τηλέφωνα. |
με αυτό τον τρόπο, έτσιlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce faisant, ils ont obtenu le résultat inverse. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cet στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του cet
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.