Τι σημαίνει το clump στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης clump στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clump στο Αγγλικά.
Η λέξη clump στο Αγγλικά σημαίνει τούφα, τούφα, σβόλος, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, βάζω, ομάδα, παρέα, βρόντος, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ, περπατώ βαριά, περπατώ αργά, περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης clump
τούφαnoun (mass: of hair, etc.) (μαλλιά, τρίχες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Allison removed a clump of hair from the drain. Η Άλισον έβγαλε μια τούφα μαλλιά από το σιφόνι. |
τούφαnoun (bunch: of grass or flowers) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Instead of hitting the golf ball, Rick only managed to dislodge a clump of grass. Αντί να χτυπήσει την μπάλα του γκολφ, ο Ρικ κατάφερε μόνο να βγάλει μια τούφα γρασίδι. |
σβόλοςnoun (clod: of earth) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Break up the clumps of dirt before planting seeds. Διάλυσε τους σβόλους του χώματος πριν φυτεύσεις τους σπόρους. |
μαζεύομαι, συγκεντρώνομαιintransitive verb (be gathered or clustered) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The teenagers clumped in a corner, wary of spending time with adults. Οι έφηβοι μαζεύτηκαν σε μια γωνιά, μη θέλοντας να περάσουν χρόνο με τους ενήλικες. |
μαζεύω, βάζω(gather, cluster) (κτ μαζί με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The toddler clumped the red beads with the yellow ones. Το νήπιο μάζεψε τις κόκκινες χάντρες μαζί με τις κίτρινες. |
ομάδα, παρέαnoun (figurative (small gathering: of people, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A clump of girls giggled in the hallway. |
βρόντοςnoun (heavy footfall) (δυνατός βαθύς ήχος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Freddy could hear the clump of footsteps getting closer. |
περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριάintransitive verb (trudge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Wearily, Rudy clumped up the stairs to his bedroom. |
βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτtransitive verb (informal, figurative (include with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't clump me with the troublemakers--I've never done anything wrong! |
περπατώ βαριά, περπατώ αργάphrasal verb, intransitive (trudge, walk heavily) |
περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (trudge along: a road, etc.) |
συγκεντρώνωphrasal verb, transitive, separable (gather, stick together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνομαι(be stuck in a cluster) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clump στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του clump
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.