Τι σημαίνει το corazón στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης corazón στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corazón στο ισπανικά.
Η λέξη corazón στο ισπανικά σημαίνει καρδιά, καρδιά, κουκούτσι, καρδιά, κουράγιο, καρδιά, εσωτερικό, καρδιά, κούπα, πυρήνας, καρδιά, κοπελιά, ενδοχώρα, σύμβολο σε σχήμα καρδιάς, σχήμα καρδιάς, κέντρο, καρδιά, αυτός που δίνει τον παλμό σε κτ, κέντρο, τσαγανό, αγάπη μου, αγαπούλα μου, στήθη, γλυκέ μου, αγάπη μου, αγαπητέ, αγαπητή, αγάπη μου, καρδιακός, σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, συγκλονισμένος, συντετριμμένος, μεμψίμοιρος, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, ολόψυχος, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, καλόκαρδος, άπονος, ανάλγητος, έμφραγμα, σκληρόκαρδος, μελαγχολικός, λεοντόκαρδος, μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, καλόκαρδος, προς την καρδιά του, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, από καρδιάς, από καρδιάς, στην καρδιά, καλόκαρδα, καλοσυνάτα, στην καρδιά σου, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται, σε ευχαριστώ θερμά, απογοητευμένος, συντετριμμένος, μεγάλη καρδιά, ελεύθερος, αδέσμευτος, εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, ερωτικός δεσμός, τεχνητή καρδιά, καλόκαρδος, δισέντρα, ματωμένη καρδιά, αναλγησία, απονιά, καρδιοπάθεια, χρυσή καρδιά, σκληρή καρδιά, εγχείρηση καρδιάς, μεταμόσχευση καρδιάς, εμπιστευτική συζήτηση, βαριά καρδιά, μετάλιο, καλή καρδιά, καρδιά αγκινάρας, καλή καρδιά, πυρήνας μήλου, το να είσαι χοντρόπετσος, -καρδος, δείχνω μεγαλοψυχία, κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ, ραγίζω την καρδιά κάποιου, αγγίζω την καρδιά σου, πάει να σπάσει, βρίσκω το κουράγιο, ανεβάζω τη διάθεση, έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης corazón
καρδιάnombre masculino (ανατομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Estaba tan nervioso que podía escuchar el latido de su corazón. Ήταν τόσο νευρικός που άκουγε την καρδιά του να χτυπά. |
καρδιάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los científicos están trabajando en usar corazones de cerdo para transplantes humanos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μερικοί άνθρωποι τρώνε καρδιές γουρουνιών. |
κουκούτσιnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El corazón de la pera es fibroso y duro. Το κουκούτσι του αχλαδιού είναι ινώδες και σκληρό. |
καρδιάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En su corazón él sabía que ella seguiría siendo leal. Βαθιά στην καρδιά του, ήξερε ότι θα του έμενε πιστή. |
κουράγιοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El baloncestista no era el más alto pero jugaba con mucho corazón. |
καρδιάnombre masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mientras mi cabeza me dice que me quede, mi corazón me dice que me vaya. |
εσωτερικό
Hay semillas en el corazón de esta fruta. |
καρδιάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El niño dibujó un corazón y lo pintó de rojo. |
κούπαnombre masculino (naipes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella tenía tres corazones y dos diamantes en su mano de póker. |
πυρήνας(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El meollo del problema permanece sin resolver y ambos bandos continúan en guerra. Η ουσία του προβλήματος παραμένει άλυτη και οι δύο πλευρές συνεχίζουν να είναι σε πόλεμο. |
καρδιά(verdura de hoja) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los cogollos de la lechuga mantecosa son deliciosos con una vinagreta. |
κοπελιά(cariñoso) (για γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John me saludó con un "¿Todo bien, corazón?". |
ενδοχώρα(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El corazón del país es principalmente tierra de granjas. |
σύμβολο σε σχήμα καρδιάς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχήμα καρδιάςnombre masculino (símbolo, figura) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κέντρο(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El corazón de su tierra es el hogar de la cultura y las tradiciones del país. |
καρδιάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτός που δίνει τον παλμό σε κτ(figurado) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha sido el corazón de esta comunidad durante 20 años. |
κέντρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τσαγανό(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El ánimo del equipo los llevó desde el último lugar hasta las eliminatorias. |
αγάπη μου, αγαπούλα μου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στήθη
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) En el pecho del caballero crecía un fuerte amor por la dama. Ένας δυνατός έρωτας για τη λαίδη φούντωσε στα στήθη του ιππότη. |
γλυκέ μου(άντρας, αγόρι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hola cariño, ¿cómo te va? |
αγάπη μου(cariñoso, coloquial) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Hola cariño, ¿cómo ha ido hoy la escuela? |
αγαπητέ, αγαπητή(expresión cariñosa, coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αγάπη μου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Vienes, mi amor? Έρχεσαι αγάπη μου; |
καρδιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El anciano tiene problemas cardíacos. |
σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Cómo puedes ser tan cruel de no ayudar a esta gente? |
συγκλονισμένος, συντετριμμένος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Volvió a casa afligido después de perder la competencia. |
μεμψίμοιρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pequeña niña escribió un cuento sensiblero sobre un perro perdido. |
σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es desgarrador ver cómo algunos padres descuidan a sus hijos. |
ολόψυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La escena final de la película fue desgarradora, y muchas personas de la audiencia lloraron. |
καλόκαρδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άπονος, ανάλγητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La forma en que entraron y se llevaron las cosas de su madre fue desalmada. |
έμφραγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκληρόκαρδος(μτφ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μελαγχολικός(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λεοντόκαρδος(παλαιό, λόγιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El teatro funcionaba gracias a donaciones de patrocinadores de gran corazón. |
καλόκαρδοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς την καρδιά τουlocución adverbial (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los exploradores avanzaron hasta el corazón de la jungla. |
στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα τουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En el fondo de su corazón sabía que lo que había hecho estaba mal. |
από καρδιάςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me leyó de corazón sus poemas de amor. Cuando empezó a llorar, supimos que sus disculpas eran de corazón. Μου διάβασε τα ερωτικά της ποιήματα από καρδιάς. Όταν άρχισε να κλαίει, ξέραμε ότι η απολογία του ήταν πραγματικά από καρδιάς. |
από καρδιάςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No me pidas disculpas solo porque te lo pido, pídemelas de corazón. Μην λες ότι λυπάσαι επειδή στο είπα εγώ. Πες το από καρδιάς. Πες το σαν να το εννοείς, από καρδιάς. |
στην καρδιάlocución preposicional (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hotel donde nos alojamos está en el corazón de la ciudad vieja. |
καλόκαρδα, καλοσυνάταlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην καρδιά σουexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es un tema que lo llevo en el corazón. |
μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνταιexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε ευχαριστώ θερμάlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gracias de todo corazón por haber palado la nieve del sendero. |
απογοητευμένος, συντετριμμένος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Susie dejó a Nico con el corazón roto. |
μεγάλη καρδιά(μεταφορικά) Se la conoce por ayudar a quien lo necesita; tiene un corazón de oro. |
ελεύθερος, αδέσμευτος(figurado) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Hay muchos corazones solitarios buscando alguien a quien amar. |
εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Pudieron reemplazar la válvula en una cirugía a corazón abierto. |
ερωτικός δεσμόςnombre masculino plural (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tiene una columna en una revista donde da consejos sobre asuntos del corazón. |
τεχνητή καρδιάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durante la operación a corazón abierto la circulación del paciente se mantiene con un corazón artificial. |
καλόκαρδος(ES) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Amabilidad y generosidad son siempre muestras de un gran corazón. |
δισέντρα, ματωμένη καρδιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναλγησία, απονιάnombre masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καρδιοπάθεια(coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρυσή καρδιά(figurado) (μεταφορικά) Puede parecer hosco al principio, pero en verdad tiene un corazón de oro. |
σκληρή καρδιάnombre masculino (μεταφορικά) |
εγχείρηση καρδιάς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su única esperanza de sobrevivir es una operación de corazón. |
μεταμόσχευση καρδιάς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπιστευτική συζήτησηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Necesitas hablar con tu hijo con el corazón en la mano, o pronto va a tener problemas con la policía. |
βαριά καρδιάlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tenía un peso en el corazón al pasar al podio a recitar la oración panegírica para su mejor amigo. |
μετάλιοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fue condecorado con el corazón púrpura. |
καλή καρδιάlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su buen corazón le ha permitido ganarse muchos amigos en el suburbio. |
καρδιά αγκινάραςnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλή καρδιά(μεταφορικά) |
πυρήνας μήλου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
το να είσαι χοντρόπετσος(figurado, a las críticas) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si quieres ser actor vas a tener que tener un corazón de piedra. |
-καρδοςlocución adjetiva |
δείχνω μεγαλοψυχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hijo del vecino se ganó mi corazón cuando rastrilló las hojas por nosotros. |
ραγίζω την καρδιά κάποιου(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me rompe el corazón saber que renuncias. |
αγγίζω την καρδιά σουlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me tocó el corazón con su hermoso poema. |
πάει να σπάσειlocución verbal (figurado) (μεταφορικά: η καρδιά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando lo vi en la puerta se me paró el corazón. |
βρίσκω το κουράγιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω τη διάθεσηlocución verbal (figurado, alegrar) Estas canciones alegres son una garantía para animar el espíritu. |
έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corazón στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του corazón
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.