Τι σημαίνει το ojo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ojo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ojo στο ισπανικά.

Η λέξη ojo στο ισπανικά σημαίνει μάτι, μάτι, τρύπα, φύτρα, οπή, μάτι, οφθαλμός, μάτι, τρύπα, κλειδαρότρυπα, σημειώστε, σημειώσατε, κατάρα, τα μαλλιά της κεφαλής μου, Πρόσεχε!, πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά, κριτής, κώλος, πισινός, αετομάτης, αετομάτα, υπερευρυγώνιος, με μάτια, με την άκρη του ματιού μου, στο φως της δημοσιότητας, αναλογικά, το νου σου!, στην τύχη, βολβός του ματιού, φινιστρίνι, μαυρισμένο μάτι, μαυρισμένο μάτι, με γυμνό μάτι, άγρυπνο μάτι, άγρυπνο βλέμμα, ο κούκος αηδόνι, οφθαλμός αντί οφθαλμού, προσοχή στη λεπτομέρεια, φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια, αετίσιο μάτι, φακός fisheye, γυάλινο μάτι, αλληθωρισμός, στραβισμός, αποπληρωμή, εξόφληση, εκδίκηση, αντεκδίκηση, παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια, το κακό μάτι, μία σου και μία μου, πόνος στα μάτια, παρατηρητικότητα, προσβολή, λέιζερ, Μάτι του Λονδίνου, διά γυμνού οφαλμού, παρατηρητικότητα, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, έχω βλέψεις για κτ, έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικός, μάντεψε, βάζω κτ στο μάτι, κοστίζω μια περιουσία, κοστίζω ακριβά, είμαι σε εγρήγορση, πρόσεχε!, οφθαλμός αντί οφθαλμού, στενή παρακολούθηση, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, ξετινάζω, κλείνω το μάτι σε κπ, κόβω κτ με το μάτι, πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτ, ρίχνω μία ματιά, μάτι, οφθαλµική κόγχη, φινιστρίνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ojo

μάτι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella tenía hermosos ojos verdes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο οφθαλμός των εντόμων συχνά είναι σύνθετος.

μάτι

nombre masculino (meteorología) (μτφ: με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El ojo del huracán estaba claramente definido.
Το μάτι του κυκλώνα διαγραφόταν καθαρά.

τρύπα

nombre masculino (costura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes solía pasarle el hilo por el ojo de las agujas a mi madre.
Συνήθιζα να περνώ νήματα από την τρύπα της καρφίτσας για τη μητέρα μου.

φύτρα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tienes que pelar las papas y también quitarle todos los ojos.
Πρέπει να ξεφλουδίσεις τις πατάτες και επίσης να αφαιρέσεις τις φύτρες.

οπή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ojo del perno está tapado con grasa.
Η τρύπα αυτού του κρίκου είναι βουλωμένη με γράσο.

μάτι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Él tiene una vista excepcional y puede leer hasta las letras más pequeñas.
Έχει πολύ καλό μάτι και μπορεί να διαβάζει και τον μικρότερο τυπογραφικό χαρακτήρα.

οφθαλμός

nombre masculino (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μάτι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρύπα

nombre masculino (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλειδαρότρυπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No puedo meter la llave, creo que hay algo atascado en el ojo de la cerradura.

σημειώστε, σημειώσατε

expresión (familiar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ojo!: Según el tono con que se pronuncie o el contexto, esta expresión puede resultar un chascarrillo admirativo o insulto feroz.

κατάρα

(η ευχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maldición de la bruja le ha traído muy mala suerte a Seth.

τα μαλλιά της κεφαλής μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry pagó una fortuna por ese traje.

Πρόσεχε!

interjección

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Ojo! ¡Acaba de empezar un terremoto!
Πρόσεχε, μόλις ξεκίνησε σεισμός!

πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά

(coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Ojo! Esa araña podría ser venenosa.
Πρόσεχε, αυτή η αράχνη μπορεί αν είναι δηλητηριώδης.

κριτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Él es un gran conocedor en materia de caballos.

κώλος

(coloquial) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πισινός

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αετομάτης, αετομάτα

Me sentí observada por mi suegra, que tiene ojo de águila.
Αισθανόμουν πως η αετομάτα πεθερά μου με έλεγχε εξονυχιστικά.

υπερευρυγώνιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fotografía se tomó con un lente gran angular y muestra una vista de ojo de pez de la ciudad.

με μάτια

(ποσότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με την άκρη του ματιού μου

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No lo podía describir con exactitud porque solo lo había visto con el rabillo del ojo.

στο φως της δημοσιότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si vas a ser político debes estar preparado para vivir en el ojo público.

αναλογικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το νου σου!

interjección (informal)

¡Mucho ojo! ¡Si vienes por aquí de nuevo llamaré a la policía!

στην τύχη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A primera vista (or: a simple vista) diría que tiene unos cuarenta años.

βολβός του ματιού

(ανατομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El globo ocular humano no es una esfera perfecta.

φινιστρίνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El marinero miró a través del ojo de buey y solo vio el océano.

μαυρισμένο μάτι

Nick quedó con un ojo morado después del golpe de la pelota de béisbol.

μαυρισμένο μάτι

(από μπουνιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quedó con un ojo morado después de la pelea.

με γυμνό μάτι

locución nominal masculina (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Después de los 40, la gente puede no ver detalles pequeños a ojo desnudo. No se puede ver a ojo desnudo la vida animal en esta muestra de agua.

άγρυπνο μάτι, άγρυπνο βλέμμα

nombre masculino (fig) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sue seguía a los niños con ojo atento mientras jugaban en la playa.

ο κούκος αηδόνι

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, el precio es demasiado elevado. Quiere un ojo de la cara por ese coche viejo.
Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο.

οφθαλμός αντί οφθαλμού

expresión (venganza) (μτφ, εκδίκηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Él destruyó la creación de su rival, argumentando que fue ojo por ojo.
Κατέστρεψε το δημιούργημα του ανταγωνιστή του, λέγοντας ότι αυτό ήταν οφθαλμός αντί οφθαλμού.

προσοχή στη λεπτομέρεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una de las principales diferencias entre un buen servicio y un servicio de primera es la atención a los detalles.
Μία από τις κύριες διαφορές μεταξύ της καλής εξυπηρέτησης και της κορυφαίας εξυπηρέτησης βρίσκεται στην προσοχή στη λεπτομέρεια. Η προσοχή της καλλιτέχνιδας στη λεπτομέρεια έκανε τους πίνακες της εντελώς ρεαλιστικούς.

φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Plantamos dos hileras de frijol de ojo negro en nuestro jardín.

αετίσιο μάτι

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά)

El ojo de águila de Ray pronto detectó los errores en el texto.

φακός fisheye

(lente)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Usando un ojo de pez los skaters mediocres parecen geniales.

γυάλινο μάτι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todas las noches, antes de dormir, me saco el ojo de cristal (or: ojo de vidrio) y lo pongo en un tazón con agua junto a la cama.

αλληθωρισμός, στραβισμός

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποπληρωμή, εξόφληση

expresión (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El favor que me hizo me costó un ojo de la cara cuando me lo cobró.

εκδίκηση, αντεκδίκηση

(derecho)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vendetta es una forma tradicional de justicia retributiva aún practicada en muchos lugares del mundo.
Οι βεντέτες είναι παραδοσιακοί τρόποι εκδίκησης που χρησιμοποιούνται ακόμα σε κάποια μέρη του κόσμου.

παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια

nombre masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando alguien posee buena vista se dice que "tiene ojo de águila".

το κακό μάτι

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ella creía que le habían echado el mal de ojo a su ganado para que enfermara y muriera.

μία σου και μία μου

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ésta se la voy a hacer pagar, ojo por ojo.

πόνος στα μάτια

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Tengo un dolor en el ojo.

παρατηρητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσβολή

expresión (ES, figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No le hagas caso, es un puñetero y le encanta meter el dedo en el ojo a los demás.

λέιζερ

(στα μάτια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Μάτι του Λονδίνου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Subimos al ojo de Londres para ver el Támesis desde el aire.

διά γυμνού οφαλμού

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρατηρητικότητα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Seguro que ese vestido vale un ojo de la cara.
Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια.

έχω βλέψεις για κτ

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El otro día mirando vidrieras le eché el ojo a un par de zapatos, cuando cobre a fin de mes me los compro.

έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικός

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pintor tiene buen ojo para el detalle.

μάντεψε

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No tengo ni idea de cuantas judías hay en el tarro, pero calculando a ojo, diría que hay 5000.

βάζω κτ στο μάτι

(coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le he echado el ojo a un pequeño bolso amarillo que vi en un escaparate.

κοστίζω μια περιουσία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοστίζω ακριβά

είμαι σε εγρήγορση

πρόσεχε!

¡Ojo! La calle está muy resbaladiza por la lluvia.

οφθαλμός αντί οφθαλμού

(justicia) (μτφ, δικαιοσύνη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όσον αφορά το φόνο, πιστεύω ότι το οφθαλμός αντί οφθαλμού είναι δίκαιη τιμωρία.

στενή παρακολούθηση

locución verbal

Sé todo sobre tu comportamiento en tu anterior escuela, así que no te quitaré el ojo de encima.

πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ

(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se gastó un riñón en un auto que resultó ser una porquería.

ξετινάζω

(figurado, coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viaje me costó un ojo de la cara, pero valió la pena.

κλείνω το μάτι σε κπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando el joven apuesto sonrió y guiñó el ojo a Lucy, ella se ruborizó.
Όταν ο όμορφος νεαρός χαμογέλασε και έκλεισε το μάτι στη Λούσι, εκείνη άρχισε να κοκκινίζει.

κόβω κτ με το μάτι

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El inspector midió a ojo y supuso que el cuarto medía veinte pies de largo.

πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ojo con el pastel, no lo vayas a tirar!
Πρόσεχε με τη γαμήλια τούρτα· δεν θα ήθελες να σου πέσει!

ρίχνω μία ματιά

(σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mark seguía echándole un ojo a la puerta para ver si había llegado su cita.
Ο Μαρκ έριχνε ματιές στην πόρτα για να δει εάν είχε φτάσει η συνοδός του. Ρίχναμε διακριτικές ματιές ο ένας στον άλλο.

μάτι

locución verbal (figurado) (δεν κλείνω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"¿No pudiste dormir anoche?". - "No pegué un ojo". Anoche no pegué un ojo con el ruido de la fiesta de los vecinos de al lado.
«Κοιμήθηκες χθες το βράδυ;» - «Δεν κατάφερα να κλείσω μάτι». Δεν έκλεισα μάτι χθες βράδυ, επειδή οι διπλανοί είχαν πάρτι.

οφθαλµική κόγχη

φινιστρίνι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Agnes miró por el ojo de buey y vio nada más que el mar.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ojo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του ojo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.