Τι σημαίνει το dormir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dormir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dormir στο Γαλλικά.

Η λέξη dormir στο Γαλλικά σημαίνει κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι, ύπνος, αδιάθετος, ύπνος, κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι, που κοιμάται, ύπνος, κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ, υπνωτικό χάπι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αναισθητοποιώ, αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύστα, κάνω κπ να κοιμηθεί, ξερός, που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρού, που κοιμάται σαν πουλάκι, διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλου, απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι, παρατραβηγμένη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, απίθανη ιστορία, υπνοδωμάτιο, κοιμάμαι σαν κούτσουρο, δεν μπορώ να κοιμηθώ, καλόν ύπνο, κοιμούνται με τα σώματά τους κολλημένα, είμαι σε εγρήγορση, κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου, πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνο, κοιμάμαι για να συνέλθω, κοιμάμαι, μάσκα ύπνου, κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dormir

κοιμάμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai dormi neuf heures la nuit dernière.
Χθες το βράδυ κοιμήθηκα εννιά ώρες.

κοιμάμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que tu as un endroit où dormir cette nuit ?
Έχεις πού να κοιμηθείς απόψε;

κοιμάμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai dormi sept heures la nuit dernière.

κοιμάμαι

verbe intransitif (figuré : pas attentif) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'homme dormait et ne remarqua pas que c'était son tour.

ύπνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle a un sommeil très profond.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ώρα για ύπνο, παιδιά.

αδιάθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ύπνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'aimerais pouvoir dormir tout l'hiver comme un ours.
Μακάρι να μπορούσα να κοιμάμαι όλο το χειμώνα σαν αρκούδα.

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu peux dormir sur mon canapé si tu veux.

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les soldats dorment dans des dortoirs.
Οι στρατιώτες κοιμούνται σε κοινούς στρατώνες.

που κοιμάται

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Evan n'a pas entendu la nouvelle car il dormait.
Ο Έβαν δεν άκουσε την ανακοίνωση γιατί κοιμόταν.

ύπνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dans un état quelque part entre le sommeil et l'éveil, Marion murmura : « Quelle heure est-il ? »
Σε μια κατάσταση κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, η Μάριον μουρμούρισε, «Τι ώρα είναι;»

κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a mal au dos parce qu'il dort sur un sol en béton.
Πονάει η πλάτη του επειδή κοιμάται πάνω σε δάπεδο από μπετόν.

υπνωτικό χάπι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'arrivait pas du tout à dormir sans somnifères.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να πάρει υπνωτικά χάπια.

βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αναισθητοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les cachets m'ont vite endormi.

αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύστα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να κοιμηθεί

(ανάλογα την περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξερός

(μεταφορικά: βαθύς ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a un sommeil de plomb, tu peux faire autant de bruit que tu veux.

που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όταν κοιμούνται βαθιά τα παιδιά μου μοιάζουν με αγγελούδια. Πίστευα πως το φτέρνισμα μου θα την ξυπνούσε αλλά κοιμόταν του καλού καιρού (or: κοιμόταν βαθιά).

που κοιμάται σαν πουλάκι

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'adore être réveillé quand tout le monde dans la maison dort à poings fermés.

διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les garçons font une soirée pyjama chez Chris.
Τα αγόρια θα κοιμηθούν το βράδυ στο σπίτι του Κρις.

απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les garçons font une soirée pyjama chez Chris.

παρατραβηγμένη ιστορία

παρατραβηγμένη ιστορία

απίθανη ιστορία

υπνοδωμάτιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοιμάμαι σαν κούτσουρο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu dormais déjà comme une souche quand je me suis couchée.

δεν μπορώ να κοιμηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je reste éveillé toute la nuit à m'inquiéter. Tu me manques et parfois, la nuit, je reste éveillé et je pense à toi.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ.

καλόν ύπνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as bien dormi ?

κοιμούνται με τα σώματά τους κολλημένα

locution verbale (για ζευγάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι σε εγρήγορση

locution verbale

κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνο

κοιμάμαι για να συνέλθω

(familier, pour l'alcool) (από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιμάμαι

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous dormions tous debout pendant la longue allocution du président.

μάσκα ύπνου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου

locution verbale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dormir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dormir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.