Τι σημαίνει το dos στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dos στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dos στο Γαλλικά.
Η λέξη dos στο Γαλλικά σημαίνει πλάτη, ράχη, πίσω μέρος, πλάτη, ράχη, πίσω μέρος, πίσω μέρος, DOS, πίσω πλευρά, άλλη πλευρά, σαμαράκι, σαμαράκι, εργαλείο για ξύσιμο της πλάτης, άνω, κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια, ξαπλωμένος ανάσκελα, σκυφτός, σκοτίζω, ζαλίζω, εξώπλατος, καμπούρης, στην άλλη σελίδα, πλάτη με πλάτη, με το ζόρι, ανάσκελα, πίσω από την πλάτη κάποιου, ξαπλωμένος ανάσκελα, σακίδιο, εξώπλατο, ράχη αλόγου, βόλτα στους ώμους, σάκος, πόνος στη μέση, ύπτιο, εξώπλατος, λόρδωση, κόλακας, αυλικός, αγριόπαπια Βόρειας Αμερικής, καμπούρης, αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία, αψιδωτή γέφυρα, βιβλιοδεσία, οσφυική χώρα, σαμαράκι, σουτιέν με αθλητική πλάτη, σαμαράκι, μασάζ στην πλάτη, προδοσία, μπέικον αγγλικού τύπου, επίπεδη ράχη, το να σηκώνω κάποιον στην πλάτη μου, καμπούρα, το τρίχωμα στο λαιμό των ζώων, μαχαιρώνω πισώπλατα, τεντώνομαι προς τα πίσω, στους ώμους, παίρνω κπ στους ώμους μου, μου σηκώνεται η τρίχα, βαρέθηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, μαχαιρώνω πισώπλατα, κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου, πέφτω στη δυσμένεια κπ, κάνω κπ να του σηκωθεί η τρίχα, καμπουριάζω, ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάω, απομακρύνω, κατακρίνω, εγκαταλείπω, απορρίπτω, αρνούμαι, εκμεταλλεύομαι, θάβω, με πίσω επένδυση, με πίσω κάλυμμα, διαμαντόραχη χελώνα, πάνω σε καμήλα, μαχαιρώνω πισώπλατα, βαρέθηκα, είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ, ταξιδεύω με σακίδιο, αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτ, κουβαλώ στους ώμους μου, παίρνω κάποιον στην πλάτη μου, σηκώνω στην πλάτη μου, σηκώνοντας στην πλάτη, κουβαλώντας στην πλάτη, πάνω σε καμήλα, που δένει στο λαιμό, βαρέθηκα να κάνω κτ, πρήζω, ζω σε βάρος κάποιου, στους ώμους κπ, πάνω σε άλλο όχημα, σακίδιο, στην πίσω σελίδα, βιβλίο με επίπεδη ράχη, ρίχνω κτ σε κπ, φορτώνω κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dos
πλάτη, ράχηnom masculin (d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s'est fait mal au dos en jouant au tennis. Χτύπησε την πλάτη (or: ράχη) του παίζοντας τένις. |
πίσω μέρος(d'une feuille, enveloppe) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Merci de lire le texte au dos du document. Παρακαλώ διαβάστε το κείμενο στο πίσω μέρος της σελίδας. |
πλάτη, ράχηnom masculin (d'un livre) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les livres étaient alignés sur l'étagère avec leur dos orienté vers l'extérieur. Τα βιβλία ήταν τοποθετημένα σε σειρά πάνω στο ράφι με τις ράχες τους να βλέπουν προς τα έξω. |
πίσω μέροςnom masculin (d'une chemise,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le logo de la compagnie apparaîtra sur le dos du t-shirt. |
πίσω μέροςnom masculin (de la main,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle écrivit son numéro de téléphone au dos de sa main. |
DOSnom masculin invariable (Informatique, acronyme) (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) DOS était le premier système d'exploitation informatique jusqu'au milieu des années 1990. |
πίσω πλευρά, άλλη πλευράnom masculin C'est inscrit au dos de la chemise en carton. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πίσω πλευρά του άλμπουμ είχε επίσης μερικά καλά κομμάτια. |
σαμαράκι(στο δρόμο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σαμαράκι(υπερύψωση οδοστρώματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εργαλείο για ξύσιμο της πλάτηςnom masculin invariable (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άνω(membres, lèvre,...) (επίσημο) Tu as un feu sauvage sur ta lèvre supérieure. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πάνω μέρος του χεριού είναι το τμήμα ανάμεσα στον αγκώνα και τον ώμο. |
κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια(péjoratif) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξαπλωμένος ανάσκελαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À la fin du cours de yoga, les élèves se sont reposés, couchés (or: allongés) sur le dos. |
σκυφτόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκοτίζω, ζαλίζωlocution adverbiale (figuré) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai mon chef sur le dos à propos de ces rapports en retard. J'ai toujours ma mère sur le dos, à me dire de faire mes devoirs. Το αφεντικό μου με ζαλίζει για τις καθυστερημένες αναφορές. |
εξώπλατοςadjectif invariable (vêtements, robe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καμπούρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στην άλλη σελίδα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πλάτη με πλάτηadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mettez-vous dos à dos pour que je voie lequel de vous deux est le plus grand. Σταθείτε πλάτη με πλάτη για να μπορέσω να δω ποιος είναι ψηλότερος. |
με το ζόριlocution adverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάσκελαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Couche-toi sur le dos et admire les nuages. |
πίσω από την πλάτη κάποιουlocution adverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle parle souvent de son mari dans son dos. |
ξαπλωμένος ανάσκελαadjectif Après cette marche de 16 km, il était tellement fatigué qu'il est resté allongé sur le dos pendant une heure. |
σακίδιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand il voyage, Simon préfère prendre un sac à dos plutôt qu'une valise. Ο Σάιμον προτιμά να παίρνει ένα σακίδιο πλάτης αντί για βαλίτσα όταν ταξιδεύει. |
εξώπλατοnom masculin (ρούχο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu vas avoir froid avec ce dos nu. |
ράχη αλόγουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu t'y rendras plus rapidement à dos de cheval qu'en voiture. |
βόλτα στους ώμους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La petite fille est montée sur le dos de son grand frère. |
σάκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Το σακίδιο του παιδιού έμοιαζε να είναι μεγαλύτερο από το ίδιο το παιδί. |
πόνος στη μέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai mal au dos à force de soulever tous ces cartons lourds. |
ύπτιοnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Το ύπτιο είναι πιο εύκολο από άλλα στυλ κολύμβησης επειδή δεν απαιτεί συγκεκριμένη τεχνική για τις αναπνοές. |
εξώπλατοςnom masculin (vêtement) (φόρεμα, μπλούζα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φορούσε ένα εξώπλατο φόρεμα και ήταν κούκλα. |
λόρδωση(Médecine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κόλακας, αυλικόςnom masculin (familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγριόπαπια Βόρειας Αμερικήςnom masculin (canard) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καμπούρηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le principal a accusé le professeur d'avoir la main lourde quand elle corrigeait ses élèves. Ο διευθυντής κατηγόρησε τη δασκάλα ότι διόρθωσε τους μαθητές της με αγαρμποσύνη. |
αψιδωτή γέφυραnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βιβλιοδεσίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le défaut des livres de poche au dos carré collé est que les feuillets se détachent si l'ouvrage a été trop manipulé. |
οσφυική χώραnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La robe de soirée de cette Miss permettait d'admirer sa ravissante chute de reins. |
σαμαράκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σουτιέν με αθλητική πλάτηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαμαράκιnom masculin (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μασάζ στην πλάτηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προδοσία(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπέικον αγγλικού τύπουnom masculin (anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επίπεδη ράχηnom masculin (d'un livre) (βιβλίο) |
το να σηκώνω κάποιον στην πλάτη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καμπούραnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το τρίχωμα στο λαιμό των ζώωνnom masculin pluriel (chiens,...) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Οι τρίχες στο λαιμό της γάτας σηκώθηκαν καθώς πλησίασε το κουτάβι. |
μαχαιρώνω πισώπλατα(figuré) (μτφ: προδοσία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle lui a planté un couteau dans le dos en dévoilant ses projets à son patron. Τον μαχαίρωσε πισώπλατα όταν φανέρωσε στο αφεντικό τα σχέδιά του. |
τεντώνομαι προς τα πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στους ώμουςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
παίρνω κπ στους ώμους μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου σηκώνεται η τρίχα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce mec est tellement bizarre qu'il me fait froid dans le dos. Αυτός ο τύπος είναι τόσο ανατριχιαστικός που μου σηκώνεται η τρίχα. |
βαρέθηκα(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'en ai assez de toi ! Δε σε αντέχω άλλο! |
βαρέθηκα, κουράστηκα(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis énervé et j'en ai assez de son sale comportement. |
μαχαιρώνω πισώπλατα(κυριολεκτικά) Il y a eu une bagarre devant le bar et un homme s'est fait poignarder dans le dos. |
κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλουlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) N'agis pas dans son dos. Si tu penses qu'elle a tort, dis-le-lui directement. Μην κάνεις τίποτα πίσω από την πλάτη της· αν θεωρείς ότι κάνει λάθος, πες της το στα ίσια. |
πέφτω στη δυσμένεια κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Agnes a eu des ennuis avec son patron quand elle a refusé de faire des heures supplémentaires. |
κάνω κπ να του σηκωθεί η τρίχα(faire peur) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καμπουριάζω(assis) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Αν πάντα καμπουριάζει. Πρέπει να στέκεται ίσια ή θα κάνει κακό στην πλάτη της. |
ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάω(animaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais monter à dos de chameau. Θα καβαλικεύσω την καμήλα. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais attention à ne pas t'aliéner les parents de ta copine. |
κατακρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Honte à toi pour avoir tourné le dos à tes amis après un désaccord aussi insignifiant. |
απορρίπτω, αρνούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκμεταλλεύομαι(συνήθως οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θάβω(familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με πίσω επένδυση, με πίσω κάλυμμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαμαντόραχη χελώναnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πάνω σε καμήλαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαχαιρώνω πισώπλατα(figuré : trahir) (μεταφορικά) |
βαρέθηκα(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'en ai assez du langage grossier de cet homme. |
είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'en ai par-dessus la tête de tes excuses ! |
ταξιδεύω με σακίδιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jeremy a fait de la randonnée en Asie et obtenu son diplôme universitaire. Ο Τζέρεμυ ταξίδεψε όλη την Ασία με ένα σακίδιο πλάτης μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο. |
αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane a tourné le dos à Peter quand celui-ci lui a dit d'aller se faire voir. Η Τζέιν απέστρεψε το βλέμμα της από τον Πίτερ, αφού του είπε να πάει στο διάολο. |
κουβαλώ στους ώμους μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω κάποιον στην πλάτη μου, σηκώνω στην πλάτη μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σηκώνοντας στην πλάτη, κουβαλώντας στην πλάτηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάνω σε καμήλαlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δένει στο λαιμόlocution adjectivale (robe, haut) (φόρεμα, μπλούζα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαρέθηκα να κάνω κτ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Miriam en avait assez de nettoyer après ses colocataires indélicats. |
πρήζω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne supporte pas mon beau-père : il est constamment après moi (or: est constamment sur mon dos). Δεν αντέχω τον πατριό μου. Πάντα με πρήζει. |
ζω σε βάρος κάποιουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand est-ce que tu vas te trouver du travail et arrêter de vivre sur le dos de tes parents ? |
στους ώμους κπlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω σε άλλο όχημα(véhicule) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σακίδιοnom masculin (randonnée) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous sommes allés faire de la randonnée pendant une semaine avec toute la nourriture dans mon sac à dos. Πήγαμε πεζοπορία για μια εβδομάδα με όλα τα τρόφιμα στο σακίδιό μου. |
στην πίσω σελίδα(envers) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Regardez au verso pour plus de détails. |
βιβλίο με επίπεδη ράχηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ρίχνω κτ σε κπlocution verbale (familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Ce n'est pas moi qui ai cassé la vitre, n'essaie pas de me mettre ça sur le dos. |
φορτώνω κτ σε κπlocution verbale (μεταφορικά, καθομ) Ils ont essayé de lui mettre le meurtre sur le dos mais sa famille savait qu'il était innocent. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dos στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dos
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.