Τι σημαίνει το fisso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fisso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fisso στο Ιταλικό.
Η λέξη fisso στο Ιταλικό σημαίνει αποφασίζω, καταλήγω, συμφωνώ, κοιτάζω επίμονα, προγραμματισμένος, κοιτάζω επίμονα, κλειδώνω, παγώνω, χαζεύω, προγραμματίζω, σταθερός, σταθεροποιώ, -, επεξεργάζομαι, στηρίζω με πάσσαλο, στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω, στερεώνω, ασφαλίζω, σφίγγω, στερεώνω, προσδιορίζω, καρφιτσώνω, ορίζω, καθορίζω, ορίζω, σταθεροποιώ, εστιάζω, επικεντρώνω, καθορίζω, προγραμματίζω, δένω, στηρίζω, υποστηρίζω, δένω, δένω, σφίγγω, στερεώνω, δένω σφικτά, στερεώνω, σταθερός, που δεν ανοιγοκλείνουν, μόνιμος, που κοιτάζει επίμονα, σταθερός, αμετακίνητος, ακίνητος, αμετάβλητος, κολλημένος, προσηλωμένος, που τριγυρίζει, σταθερός, κατ' εξακολούθηση, σταθερός, μόνιμος, σταθερή γραμμή, σταθερός, ακινητοποιημένος, καθιστικός, σταθερός, στόχευση, καθορισμός στόχων, προσδιορισμός στόχων, καθορισμός στόχων, βάζω τους κανόνες, κλείνω ραντεβού, ορίζω ακριβή ημερομηνία, ορίζω ημερομηνία, ορίζω, κανονίζω την τιμή, κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο, κλείνω ραντεβού, κοιτάζω επίμονα, κοιτάζω έντονα, σανιδώνω, εδρεύω, υπερκοστολογώ, ανακοστολογώ, ανατιμολογώ, στερεώνω, ασφαλίζω, καρφώνω, καρφώνω κπ με το βλέμμα, κλείνω ραντεβού, χαζεύω, κοιτάζω επίμονα, στερεώνω, συγκολλώ, στερεώνω, κάνω διατίμηση σε κτ, πιάνω κτ με συνδετήρα, βάζω κοριό σε κπ, κλείνω ραντεβού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fisso
αποφασίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Domani alle quattordici. Allora è fissato! Αύριο στις 2 μ.μ. λοιπόν. Έκλεισε! |
καταλήγωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo fissato per il matrimonio la data del 27 Marzo. Καταλήξαμε στην 27η Μαρτίου για την ημερομηνία του γάμου. |
συμφωνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci siamo accordati su un prezzo dopo qualche giorno di negoziazione. Τα βρήκαμε στην τιμή έπειτα από κάποιες μέρες διαπραγματεύσεων. |
κοιτάζω επίμοναverbo transitivo o transitivo pronominale (con lo sguardo) Fissare la gente è maleducazione. Είναι αγενές να κοιτάζεις επίμονα. |
προγραμματισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Lunedì prossimo è fissato il controllo di sicurezza del gas. Ο έλεγχος ασφαλείας για το αέριο είναι προγραμματισμένος (or: έχει προγραμματιστεί) για την ερχόμενη Δευτέρα. |
κοιτάζω επίμοναverbo transitivo o transitivo pronominale (con lo sguardo) Fissava il telefono desiderando che squillasse. Η Άγκνες κοίταζε επίμονα το τηλέφωνο, παρακαλώντας να χτυπήσει. |
κλειδώνω, παγώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (un prezzo, una cifra) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (con espressione assorta) (αφηρημένα, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci siamo sdraiati a fissare le stelle. Ξαπλώσαμε ανάσκελα και χαζεύαμε τα αστέρια. |
προγραμματίζω(appuntamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuole fissare un appuntamento? Θα θέλατε να κανονίσουμε ένα ραντεβού; |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pianta un altro chiodo per fissarlo. Βάλε άλλο ένα καρφί για να είναι σταθερό. |
σταθεροποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (chimica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usiamo questa sostanza chimica per fissare i colori sulla maglietta. Χρησιμοποιήσαμε αυτό το χημικό για να σταθεροποιήσουμε τα χρώματα στο μπλουζάκι. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'antenna è stata fissata con le corde. Η κεραία ήταν στερεωμένη με σκοινιά. |
επεξεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (fotografia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fotografo ha fissato le stampe con la soluzione giusta. |
στηρίζω με πάσσαλοverbo transitivo o transitivo pronominale (campeggio, picchetti) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fissa la tenda vicino agli alberi. |
στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jenna chiuse la cassa di imballo e la fissò con delle corde. Η Τζέννα έκλεισε τη βαλίτσα και την έδεσε με σπάγγο. |
στερεώνω, ασφαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fissa bene gli sci al portapacchi. Παρακαλούμε στερεώστε (or: ασφαλίστε) σφιχτά τα χιονοπέδιλα στη σχάρα της οροφής. |
σφίγγω, στερεώνω(con una morsa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fissa la sabbiatrice all'angolo del piano di lavoro. Στερέωσε το τριβείο στην άκρη του πάγκου εργασίας. |
προσδιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (με ακρίβεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È necessario definire con precisione l'ammontare esatto dei soldi di cui il contabile si è appropriato indebitamente. |
καρφιτσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sarta sta fissando l'orlo del vestito. Η μοδίστρα καρφιτσώνει το στρίφωμα του φορέματος. |
ορίζω, καθορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fissiamo il prezzo della camicia a venti dollari. Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια. |
ορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fissiamo una data a giugno per il matrimonio. |
σταθεροποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnia ha fissato il prezzo a $60. |
εστιάζω, επικεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il detective ha concentrato la sua attenzione sul caso. |
καθορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo fissa le ore per cui lavoriamo. |
προγραμματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli operai legano i tronchi insieme prima di trasportarli alla fabbrica. |
στηρίζω, υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il guidatore fissò con una cinghia in cima al bus. Ο οδηγός έδεσε τη βαλίτσα μου στο επάνω μέρος του λεωφορείου. Ας δέσουμε τα σακίδιά μας και ας ξεκινήσουμε την πεζοπορία στο μονοπάτι. |
δένω, σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nodo si stava disfacendo perciò Linda lo strinse. |
στερεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posizionò il pannello e lo fissò al suo posto. Τοποθέτησε το φύλλο και το στερέωσε στη σωστή θέση. |
δένω σφικτάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στερεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan ha assicurato le valigie sul portapacchi. Ο Άλαν στερέωσε τις βαλίτσες στη σχάρα του αυτοκινήτου. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si tratta di un apparecchio fisso: non lo puoi spostare altrove. Αυτό είναι ένα σταθερό κομμάτι εξοπλισμού. Δεν μπορείς να το μετακινήσεις πουθενά αλλού. |
που δεν ανοιγοκλείνουν(μάτια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μόνιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που κοιτάζει επίμοναaggettivo (sguardo, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το παιδί που κοιτούσε επίμονα έκανε την Όντρεϊ να νιώθει άβολα. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τομ βεβαιώθηκε ότι η καρέκλα είναι σταθερή, πριν ανέβει πάνω της. |
αμετακίνητος, ακίνητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il masso gigante sul percorso era inamovibile. |
αμετάβλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κολλημένος, προσηλωμένος(figurato: sguardo fisso) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo sguardo dell'uomo era incollato ai corridori. |
που τριγυρίζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Coi fallimenti dei precedenti governatori sempre presenti nella sua mente, il politico promise di far meglio. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non ti preoccupare di quella maniglia, è salda adesso. Μην ανησυχείς για αυτό το χερούλι - είναι σταθερό τώρα. |
κατ' εξακολούθησηaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Kenny ha l'abitudine fissa di agitare la gamba. |
σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il tasso d'interesse sul mutuo era fisso. Το επιτόκιο της υποθήκης ήταν σταθερό. |
μόνιμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Natasha ha lavorato tre mesi in azienda con un contratto a tempo e adesso le hanno offerto un lavoro a tempo indeterminato. Η Νατάσα ήταν εποχιακή στην εταιρεία για τρεις μήνες και τώρα της προσέφεραν μόνιμη θέση εργασίας. |
σταθερή γραμμή(telefonia) (τηλέφωνο) |
σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo mese i prezzi dei carburanti sono rimasti fermi. Οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν σταθερές αυτόν τον μήνα. |
ακινητοποιημένοςaggettivo (che non si può muovere) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il lupo era prigioniero della trappola, immobile. |
καθιστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cheri conduce una vita sedentaria e dovrebbe fare più esercizio fisico. |
σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un saldo ancoraggio assicura la nave. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μια σταθερή άγκυρα θα συγκρατήσει το πλοίο σε περίπτωση ανεμοθύελλας. |
στόχευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La precisa individuazione degli obiettivi della compagnia di marketing per la campagna ha dato risultati con un gran incremento delle vendite. |
καθορισμός στόχων, προσδιορισμός στόχωνverbo transitivo o transitivo pronominale (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καθορισμός στόχων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω τους κανόνες(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mia mamma detta legge, se decido di fumare non posso continuare a vivere a casa. |
κλείνω ραντεβούverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abbiamo fissato un appuntamento per venerdì, la porto fuori a cena. |
ορίζω ακριβή ημερομηνία, ορίζω ημερομηνίαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La conferenza si terrà il prossimo anno, ma gli organizzatori non hanno ancora fissato una data. |
ορίζω, κανονίζω την τιμήverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) il management si è incontrato per fissare il prezzo della nuova linea di prodotti. |
κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιοverbo transitivo o transitivo pronominale (economia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prequalificarsi per un prestito lascia 30 giorni per fissare un tasso di interesse. |
κλείνω ραντεβούverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se desidera fare una visita oculistica, deve prendere un appuntamento. |
κοιτάζω επίμοναverbo transitivo o transitivo pronominale Il comico si aspettava che il pubblico ridesse, ma si limitarono a fissarlo con lo sguardo inebetito, offesi dalla sua battuta. |
κοιτάζω έντονα
|
σανιδώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εδρεύω(κάπου ή σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La multinazionale ha sede a New York. |
υπερκοστολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοστολογώ, ανατιμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στερεώνω, ασφαλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καρφώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo inchiodare alcune assi del pavimento che si sono allentate. |
καρφώνω κπ με το βλέμμαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλείνω ραντεβούverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane aveva mal di denti, perciò prese un appuntamento dal dentista. |
χαζεύω(αφηρημένα, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Judith fissò lo sguardo sulle placide acque del lago Η Τζούντιθ κοίταζε αφηρημένη προς τα ήρεμα νερά της λίμνης. |
κοιτάζω επίμοναverbo transitivo o transitivo pronominale Gli amici di Sarah la fissarono con lo sguardo inebetito quando arrivò alla festa indossando un costume da mucca. |
στερεώνω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fammi fissare questo poster al muro. Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο. |
συγκολλώ, στερεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usa questo adesivo per incollare i pezzi. |
κάνω διατίμηση σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω κτ με συνδετήραverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jason attaccò con una graffetta una sua foto al curriculum. |
βάζω κοριό σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (per controllare, spiare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli agenti di polizia hanno fissato un microfono sul corpo del loro agente in incognito prima che incontrasse lo spacciatore. Η αστυνομία έβαλε κοριό στον μυστικό αστυνομικό πριν τη συνάντησή του με τον έμπορο ναρκωτικών. |
κλείνω ραντεβούverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον, για κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ti ho fissato un appuntamento a mezzogiorno per taglio e messa in piega. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fisso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fisso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.