Τι σημαίνει το found στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης found στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του found στο Αγγλικά.

Η λέξη found στο Αγγλικά σημαίνει βρει, ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώνω, βασίζω, χύνω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, κρίνω ένοχο/αθώο, ανακαλύπτω, ανακάλυψη, βρίσκω, βρίσκω, ανακάλυψη, βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω, βασίζω, στηρίζω, ξεσκεπάζομαι, φυσικό αντικείμενο, τμήμα απολεσθέντων, νεοανακαλυφθείς, που δεν μπορεί να βρεθεί/εντοπιστεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης found

βρει

verb, past participle (find) (απαρέμφατο του βρίσκω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We had found a dollar on the ground.
Είχαμε βρει ένα δολάριο στο έδαφος.

ιδρύω, θεμελιώνω

transitive verb (set up, establish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The city was founded centuries ago.
Η πόλη ιδρύθηκε (or: θεμελιώθηκε) πριν αιώνες.

θεμελιώνω, βασίζω

transitive verb (base a theory)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The scientist founded his theory on the work of his mentor.

χύνω

transitive verb (metal: cast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω

transitive verb (come across) (τυχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I found ten dollars in the street yesterday.
Χθες βρήκα στον δρόμο δέκα δολάρια.

βρίσκω

transitive verb (encounter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I found John at the station waiting for a taxi.
Βρήκα τον Τζον στον σταθμό να περιμένει ταξί.

βρίσκω

transitive verb (recover, retrieve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I lost my phone last week but I found it this morning.
Έχασα το τηλέφωνό μου την προηγούμενη εβδομάδα αλλά το ξαναβρήκα σήμερα το πρωί.

βρίσκω

transitive verb (regard, consider) (κάτι ή κάποιον ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I find modern music rather repetitive.
Βρίσκω τη σύγχρονη μουσική μάλλον μονότονα επαναλαμβανόμενη.

κρίνω ένοχο/αθώο

transitive verb (reach verdict on) (ετυμηγορία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jury found the defendant guilty on all charges.
Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες.

ανακαλύπτω

transitive verb (learn, discover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We found that the cars performed just as well as each other.
Διαπιστώσαμε ότι όλα τα αυτοκίνητα απέδωσαν εξίσου καλά.

ανακάλυψη

noun (informal (discovery, [sth] found)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This rare book was really quite a find.
Αυτό το σπάνιο βιβλίο ήταν πραγματικά σπουδαία ανακάλυψη.

βρίσκω

transitive verb (discover, encounter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leave everything exactly as you found it.
Άφησε τα πάντα ακριβώς όπως τα βρήκες.

βρίσκω

transitive verb (ascertain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is a problem, and we must find the solution to it.
Αυτό είναι πρόβλημα και πρέπει να βρούμε λύση.

ανακάλυψη

noun (informal (act of finding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The team's find made them famous.

βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω

transitive verb (reach, attain) (στόχος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The arrow found its target.

βασίζω, στηρίζω

phrasal verb, transitive, separable (base on, build on a basis of) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gandhi's movement was founded on the premise of non-violence.

ξεσκεπάζομαι

intransitive verb (have one's crime discovered) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Collins was found out because his fingerprints were discovered at the scene of the crime.

φυσικό αντικείμενο

noun (art: [sth] not usually used for art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Duchamp's urinal is a classic example of the artistic use of found objects.

τμήμα απολεσθέντων

noun (place lost items are deposited)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νεοανακαλυφθείς

adjective (newly discovered)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
After visiting Japan, I have a newfound love of sushi.
Από όταν πήγα στην Ιαπωνία, το σούσι είναι η νέα μου αγάπη.

που δεν μπορεί να βρεθεί/εντοπιστεί

adjective (that cannot currently be located)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του found στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του found

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.