Τι σημαίνει το frame στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης frame στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frame στο Αγγλικά.
Η λέξη frame στο Αγγλικά σημαίνει κορνίζα, σκελετός, κορνιζάρω, πλαισιώνω, τη στήνω, φορτώνω κτ σε κπ, πλαίσιο, σκελετός, καρέ, παρτίδα, γύρος, γενική περιγραφή, δομή, πλάνο, προκατασκευασμένο, γυαλιά, πλαισιώνω, εκφράζω, κατασκευάζω, προσαρμόζω, πλαισιώνω, σκελετός, πλαίσιο, σκάλα για αναρρίχηση, κάσα πόρτας, σπίτι με ξύλινο σκελετό, ψυχική κατάσταση, πλαίσιο αναφοράς, ρυθμός ανανέωσης καρέ, ρυθμός ανανέωσης πλαισίων, πλεκτάνη, σκευωρία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κορνίζα, πλαίσιο κατασκευής από χάλυβα/οπλισμένο με χάλυβα, μηχανή κλώσης, χρονικό περιθώριο, χρονικό περιθώριο, κάσα παράθυρου, ξύλινο πλαίσιο, πι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης frame
κορνίζαnoun (photo) (φωτογραφίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We need a large frame to put this photo in. Χρειαζόμαστε μια μεγάλη κορνίζα για να βάλουμε αυτήν τη φωτογραφία. |
σκελετόςnoun (rigid structure) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The workers finished the frame of the building first. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μόνο το σασί του αυτοκινήτου χάλασε από το ατύχημα. |
κορνιζάρωtransitive verb (photo: put in frame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's frame this photo and put it on the wall. Ας κορνιζάρουμε αυτή την φωτογραφία και ας την κρεμάσουμε στον τοίχο. |
πλαισιώνωtransitive verb (apply a border) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would like to frame the orchard with rows of daffodils. Θα ήθελα να πλαισιώσω τον οπωρώνα με σειρές από ασφόδελους. |
τη στήνωtransitive verb (slang (trick, incriminate) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The police framed me, I tell you! I didn't do it! Η αστυνομία με παγίδευσε σας λέω! Δεν το έκανα εγώ! |
φορτώνω κτ σε κπtransitive verb (slang (trick, incriminate) Hall claimed that his former business partner had framed him for the crime. Ο Χαλ ισχυρίστηκε ότι ο πρώην συνεταίρος του τον παγίδευσε για το έγκλημα. |
πλαίσιοnoun (border) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The lawn was surrounded by a frame of flower borders. |
σκελετόςnoun (human body stature) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He's not fat, but he has a big frame. |
καρέnoun (a still of a moving picture) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The first frames of the film are damaged. |
παρτίδαnoun (snooker) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I would love to play a frame with him - he's a former snooker champion. |
γύροςnoun (bowling) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She hit a strike in the third frame. |
γενική περιγραφήnoun (US (outline) This is a frame for the report - can you fill in the relevant information? |
δομήnoun (overall structure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This manifesto challenges the frame of our society. |
πλάνοnoun (TV, film: shot) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This shot is a close-up, so Julie's feet won't appear in the frame. |
προκατασκευασμένοnoun as adjective (built using a frame) This frame house can be built more quickly. Αυτό το προκατασκευασμένο σπίτι μπορεί να χτιστεί γρηγορότερα. |
γυαλιάplural noun (of spectacles) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Your new frames look good on you. |
πλαισιώνωtransitive verb (often passive (surround) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The view of the town was framed by the mountains. |
εκφράζωtransitive verb (figurative (express in words) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you frame that concept in a more positive light? |
κατασκευάζωtransitive verb (structure: put together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) First, they framed the structure; then they built the walls. |
προσαρμόζωtransitive verb (US (fit into a space) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Frame that sideboard into this alcove please. |
πλαισιώνωphrasal verb, transitive, separable (create a frame for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκελετόςnoun (main structure of a pedal bike) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πλαίσιοnoun (chassis) (αυτοκίνητο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκάλα για αναρρίχησηnoun (UK (playground equipment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάσα πόρταςnoun (wooden structure surrounding a door) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) If you keep slamming the door you'll damage the door frame. Αν συνεχίσεις να την βαράς έτσι θα καταστρέψεις την κάσα της πόρτας. |
σπίτι με ξύλινο σκελετόnoun (house with a timber frame) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Frame houses are common in the USA, where timber is cheap and plentiful. |
ψυχική κατάστασηnoun (mental state) When he's in a good frame of mind he's very polite. |
πλαίσιο αναφοράςnoun (viewpoint) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A good education provides a frame of reference that enables students to make good choices for a lifetime. |
ρυθμός ανανέωσης καρέ, ρυθμός ανανέωσης πλαισίωνnoun (film: image frequency) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πλεκτάνη, σκευωρίαnoun (figurative (plot to incriminate [sb] innocent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The boy said it was a frame-up, and that his sister had eaten the cookies. He was the victim of a frame-up: the police had planted evidence in his car. Το αγόρι είπε ότι του την έστησαν και ότι η αδερφή του ήταν εκείνη που έφαγε τα μπισκότα. Έπεσε θύμα πλεκτάνης, οι αστυνομικοί φύτεψαν τα αποδεικτικά στοιχεία στο αυτοκίνητό του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (button on video player) |
κορνίζαnoun (mount for a picture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The picture frame is made of wood. |
πλαίσιο κατασκευής από χάλυβα/οπλισμένο με χάλυβαnoun (structure reinforced with steel) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This building has a steel frame. |
μηχανή κλώσηςnoun (historical (spinning machine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρονικό περιθώριοnoun (period, timescale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Evolutionary change occurs over a very long time frame. |
χρονικό περιθώριοnoun (period in which [sth] is expected to occur) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We need to set a time frame for the project. |
κάσα παράθυρουnoun (structure surrounding a window pane) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This window's too big for the window frame. |
ξύλινο πλαίσιοnoun (surrounding structure made of wood) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιnoun (® (mobility aid) (καθομ: για περπάτημα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) My uncle uses a Zimmer frame because he has trouble walking. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frame στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του frame
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.