Τι σημαίνει το gathering στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gathering στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gathering στο Αγγλικά.

Η λέξη gathering στο Αγγλικά σημαίνει συγκέντρωση, συγκομιδή, συγκέντρωση, οι συγκεντρωμένοι, μαζεύω, μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, μαζεύω, αντιλαμβάνομαι, μαζεύομαι, αντιλαμβάνομαι, μαζεύομαι, μαζεύω, αγκαλιάζω, μαζεύω, τόπος συγκέντρωσης, συλλογή πληροφοριών, συγκέντρωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gathering

συγκέντρωση

noun (meeting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a gathering at the town hall to discuss the building plans.
Έγινε μια συγκέντρωση στο δημαρχείο για να συζητηθούν τα σχέδια ανοικοδόμησης.

συγκομιδή

noun (act of collecting or harvesting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gathering of the apples from the orchard took all day.

συγκέντρωση

noun (party)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're having a small gathering on Friday, if you'd like to come along.
Θα κάνουμε μια μικρή μάζωξη την Παρασκευή άμα θέλεις να έρθεις.

οι συγκεντρωμένοι

noun (group or assembly of people)

The priest ended the prayer and the gathering murmured "Amen."
Ο ιερέας τελείωσε την προσευχή και το ποίμνιο μουρμούρησε «Αμήν».

μαζεύω

transitive verb (collect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gathered some shells as souvenirs of the vacation.
Συνέλεξε μερικά κοχύλια ως ενθύμιο των διακοπών της.

μαζεύω

transitive verb (accumulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We gathered the leaves in piles.
Μαζέψαμε τα φύλλα σε σωρούς.

συλλέγω, συγκεντρώνω

transitive verb (information: collate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intelligence agencies are gathering more and more information on our online activities.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες.

μαζεύω

transitive verb (fruit, flowers: pick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I gathered a few wild strawberries to eat.
Έκοψα μερικές άγριες φράουλες για να φάω.

μαζεύω

transitive verb (crops: harvest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They gathered the potatoes by hand.
Μάζεψαν τις πατάτες με το χέρι.

αντιλαμβάνομαι

transitive verb (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I gather you're not interested in going out tonight.
Καταλαβαίνω ότι δεν θέλεις να βγεις απόψε.

μαζεύομαι

intransitive verb (assemble)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The people gathered for the ceremony.
Ο κόσμος συγκεντρώθηκε για την τελετή.

αντιλαμβάνομαι

transitive verb (understand) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I gather that you've decided to resign from your post.
Αντιλαμβάνομαι ότι αποφάσισες να παραιτηθείς από τη θέση σου.

μαζεύομαι

intransitive verb (accumulate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You could see the clouds gathering before the storm.

μαζεύω

transitive verb (assemble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gather the people together so we can begin the musical program.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος.

αγκαλιάζω

transitive verb (embrace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gather your children close to you.

μαζεύω

transitive verb (often passive (fabric: pull together)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gathered the fabric at the waistband.

τόπος συγκέντρωσης

noun (place to get together)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The market square was a gathering place for local people every Saturday.

συλλογή πληροφοριών

noun (espionage, collecting secret information) (αντικατασκοπεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκέντρωση

noun (party, get-together)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sue is a shy person who often feels uncomfortable at social gatherings.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gathering στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gathering

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.