Τι σημαίνει το igual στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης igual στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του igual στο ισπανικά.

Η λέξη igual στο ισπανικά σημαίνει ίσος, ίδιος, ίσος, ισότιμος, εξίσου, αμερόληπτα, αντικειμενικά, ίδιος, ισάξιος, ίσον, ισάξιος, ίσος, όμοιος, ίσος, όλα, αντίστοιχος, όμοιος, όμοιος, αντίστοιχος, ίσος, παρόμοια, παρομοίως, ίδιος, όμοιος, ίδιος, ολόιδιος, ο ίδιος ακριβώς, όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση, με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, ακριβώς ίδιος, αταίριαστος, παράταιρος, που δε μοιάζει με κανέναν, είμαι ίσος, είμαι ίδιος, μη ταυτόσημος, που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο, ένας και μοναδικός, ασύγκριτος, τόσος...όσος, παρομοίως, ανώτερα, απαράμιλλα, ανώτερα, απαράμιλλα, με τον ίδιο τρόπο όπως, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, με τον ίδιο τρόπο που, αναλογικά, δεν πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, τι με νοιάζει εμένα;, εντολή επανάληψης, ομώνυμα κλάσματα, ακριβώς σαν κτ, ολόϊδιος, τόσο μακριά όσο, ίσος, ίδιος, εξίσου, τόσο όσο, ισοδυναμώ με κτ, μυρίζω σαν, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, είμαι ίδιος με, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, όπως, σε τακτά διαστήματα, Δεν πειράζει, παράγοντας εξίσωσης, πρότυπο, υπόδειγμα, δε με νοιάζει, δεν με νοιάζει, ίσον, όσο ... και να είναι, το ίδιο, τόσο... όσο, τόσο... όσο και, το ίδιο με, κατάλληλος για όλους, κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης igual

ίσος

(ίδιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay una cantidad igual de canicas en cada frasco.
Σε κάθε βάζο υπάρχει ίσος αριθμός βώλων.

ίδιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ίσος, ισότιμος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξίσου

adverbio (comparación) (ίσα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bob mide uno setenta y siete y Janet es igual de alta.
Ο Μπομπ είναι 1,78 και η Τζάνετ είναι το ίδιο ψηλή.

αμερόληπτα, αντικειμενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ίδιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laurie está igual después de todos estos años.
Η Λόρι είναι ακόμα ίδια μετά από τόσα χρόνια.

ισάξιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por fin se enfrentó a su igual en el arduo partido de tenis.
Επιτέλους αντιμετώπισε έναν ισάξιό του στο δύσκολο ματς τένις.

ίσον

nombre masculino (en aposición)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Utiliza el signo igual (=) cuando escribas la ecuación.
Χρησιμοποιήστε το σύμβολο ίσον (=) όταν γράφετε την εξίσωσή σας.

ισάξιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Debes tener cantidades iguales de rosas y claveles.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι τόσο ισάξιοι ως παίκτες που τα παιχνίδια τους διαρκούν πάρα πολύ.

ίσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La presión tiene que ser igual en los cuatro neumáticos.
Η πίεση πρέπει να είναι ίση σε καθένα από τα τέσσερα λάστιχα.

όμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los polos iguales se repelen; los opuestos se atraen.
Οι όμοιοι πόλοι απωθούνται και οι αντίθετοι έλκονται.

ίσος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos los individuos son iguales ante los ojos de la ley.
Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο.

όλα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El marcador final fue seis iguales.
Το τελικό σκορ ήταν έξι όλα.

αντίστοιχος, όμοιος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
No creo que tengan su igual en otra empresa.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχός (or: όμοιος) του σε άλλη εταιρεία.

όμοιος, αντίστοιχος

adjetivo de una sola terminación

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Es la persona más amable que conozco. Nunca he conocido uno igual.
Είναι ο πιο ευγενικός άνθρωπος που γνωρίζω. Δεν έχω συναντήσει ποτέ όμοιό του.

ίσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρόμοια

(σχετική ομοιότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las personas de una misma zona generalmente hablan de forma similar.
Όσοι είναι από την ίδια περιοχή συνήθως μιλούν παρόμοια.

παρομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Yo quiero un expreso" "Ídem"

ίδιος, όμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George tiene 100 pegatinas en su álbum, pero dos de ellas están repetidas.

ίδιος, ολόιδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siempre estamos de acuerdo: pensamos parecido.
Συμφωνούμε πάντα: Έχουμε πανομοιότυπο τρόπο σκέψης.

ο ίδιος ακριβώς

(AR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A los quince años, Jacques se inscribió en la misma escuela a la que acudió su padre.

όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De cualquier modo, nuestro equipo los vencerá.
Η ομάδα μας θα τους νικήσει σε κάθε περίπτωση.

με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El profesor siempre era justo y trataba a todos los niños de la misma manera.

ακριβώς ίδιος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
¿Esas botas son nuevas? Ed tiene un par exactamente igual.

αταίριαστος, παράταιρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δε μοιάζει με κανέναν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este sitio ofrece a los turistas unas vacaciones incomparables.

είμαι ίσος, είμαι ίδιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La ira del hombre igualaba la de su mujer.

μη ταυτόσημος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me alegra saber que somos de igual pensar sobre este tema.

ένας και μοναδικός

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ασύγκριτος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τόσος...όσος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te podría dar igual número de razones a favor y en contra de una decisión así.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι Λέικερς είχαν τόσους εξαιρετικούς παίκτες όσους και οι Μπουλς. Παρ' όλα αυτά έχασαν το παιχνίδι με διαφορά 20 πόντους.

παρομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Yo creía que sus ideas eran estúpidas y de la misma manera ella creía que las mías eran idiotas.

ανώτερα, απαράμιλλα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es una cantante sin igual.

ανώτερα, απαράμιλλα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τον ίδιο τρόπο όπως

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba escarbando en la tierra tal como lo haría un perro para enterrar un hueso.

τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον ίδιο τρόπο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Traté de pintar los girasoles igual que Van Gogh.
Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ.

αναλογικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεν πειράζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"No tuve tiempo de llamar a Peter". "No pasa nada, probablemente lo vea esta noche".

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Podemos ir al cine o a los bolos, ¿qué prefieres? Me da lo mismo.
«Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

τι με νοιάζει εμένα;

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Mary me dijo que su hijo iba a ir a Harvard yo le dije "Me da lo mismo. No es mi hijo".

εντολή επανάληψης

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομώνυμα κλάσματα

nombre femenino plural (μαθηματικά)

Un cuarto y siete cuartos son fracciones con igual denominador.

ακριβώς σαν κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy tiene un par de zapatos iguales que los tuyos.
Η Έιμυ έχει πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια ολόιδια με τα δικά σου.

ολόϊδιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un gorrión es prácticamente igual a otro ante la mirada humana.

τόσο μακριά όσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El nuevo almacén está igual de lejos que el viejo.
Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό.

ίσος, ίδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En cuanto al precio no hay diferencia, valen lo mismo los dos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όσον αφορά την τιμή δεν υπάρχει διαφορά, είναι ίδια μεταξύ τους.

εξίσου, τόσο όσο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ισοδυναμώ με κτ

Lo que has hecho es lo mismo que robar.

μυρίζω σαν

Este jabón huele igual que un caramelo.
Αυτό το σαπούνι μυρίζει σαν γλυκό!

παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι ίδιος με

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La blusa que llevaba puesta era igual a la de mi hermana.
Η μπλούζα που φόρεσα ήταν ίδια με της αδελφής μου. Το Χριστουγεννιάτικο δείπνο ήταν ίδιο με κάθε άλλη φορά: χοιρομέρι, πατάτες και σαλάτα.

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Los médicos dicen que está casi igual que ayer.

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siempre tiene buen aspecto, independientemente de cómo se vista.
Πάντα δείχνει ωραίος όπως και να ντυθεί.

σε τακτά διαστήματα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las vallas fueron instaladas a lo largo de la pista distanciadas por igual.
Τα εμπόδια είχαν στηθεί σε τακτά διαστήματα κατά μήκος της διαδρομής.

Δεν πειράζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Olvidé comprar leche." "No pasa nada. Pasaré por el supermercado de regreso del trabajo."

παράγοντας εξίσωσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
No importa quién seas ni de donde provengas; una enfermedad es algo que te convierte en igual.

πρότυπο, υπόδειγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δε με νοιάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me da igual (or: me da lo mismo) qué día vamos al cine porque estoy libre toda la semana.

δεν με νοιάζει

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ίσον

(μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dos más dos es igual a cuatro.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

όσο ... και να είναι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No aceptamos ningún error, independientemente de lo leve que sea.
Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε λάθη, όσο μικρά και να είναι.

το ίδιο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Una madre ama a todos sus hijos por igual.
Μια μητέρα αγαπά εξίσου όλα τα παιδιά της.

τόσο... όσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te quiero a ti igual que a tu hermana.
Σε αγαπάω το ίδιο με την αδερφή σου.

τόσο... όσο και

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A ella se la admira tanto por su amabilidad como por su talento.
Τη θαυμάζουν τόσο για την καλοσύνη της όσο και για το ταλέντο της.

το ίδιο με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάλληλος για όλους

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cinco menos tres es igual a dos.
Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του igual στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του igual

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.