Τι σημαίνει το liste στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης liste στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του liste στο Γαλλικά.
Η λέξη liste στο Γαλλικά σημαίνει λίστα, λίστα, απαρίθμηση, λίστα, μητρώο, λίστα υποψηφίων, λίστα, υπόμνημα, κατάλογος, τιμοκατάλογος, κατάλογος, κατάλογος, κατάλογος, πίνακας, λίστα, σειρά, αλληλουχία, απαριθμώ, κάνω λίστα με, λίστα λέξεων, συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους, καταγράφω, λίστα, απόρρητος, που δεν περιλαμβάνεται στον τηλεφωνικό κατάλογο, λίστα των επικρατέστερων, μαύρη λίστα, κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων, λίστα αναπαραγωγής, λίστα επιθυμιών, τμηματοποίηση, λίστα αναμονής, απαρίθμηση γεγονότων, λίστα απονομών βασιλικών τιμών, κατάλογος υποψηφίων ενόρκων, κατάλογος υποψηφίων ενόρκων, λίστα, λίστα αποδεκτών αλληλογραφίας, λίστα επιβατών, σχολικό μητρώο, κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων, λίστα συνδρομητών, λίστα, επιθυμίες, λίστα τηλεφώνων, κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξης, αναπτυσσόμενη λίστα, εκλογικός κατάλογος, λίστα δώρου, λίστα για τα ψώνια, λίστα με τα ψώνια, λίστα καλεσμένων, λίστα υποχρεώσεων, λίστα καθηκόντων, λίστα για τα ψώνια, αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφου, λίστα με όσα πρέπει να κάνω, λίστα παρακολούθησης υπόπτων, μακρύς κατάλογος, λίστα υποψήφιων θυμάτων, κατάλογος κατάλληλων ατόμων, πρόγραμμα, απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο, διαγράφω, στον τορβά, αντικείμενο σε λίστα, λίστα εκκρεμοτήτων, αυτά που θέλω να κάνω, πινάκιο, λίστα παρακολούθησης, κατάλογος όσων έχουν άδεια ασφαλείας, κατάλογος μετοχών, βάζω στην μαύρη λίστα, περιλαμβάνω σε κατάλογο παλαιότερων εκδόσεων, μαλώνω, τιμωρώ, κατάλογος υποψηφίων, κατάλογος εγκεκριμένων μερών, διαγράφομαι, βασικοί παίκτες, καθορίζω τις προδιαγραφές για κτ, σε λίστα αναμονής, λίστα υποψηφίων, λίστα στόχων, κατάλογος βιβλίων που είναι κατάλληλα για ανήλικους, λίστα φαρμάκων, Listserv, έχω λίστα γάμου, εγκρίνω, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης liste
λίσταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai une liste de vingt choses à acheter. Έχω μια λίστα με είκοσι πράγματα που πρέπει να αγοράσω. |
λίστα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Garrett a tenté de faire retirer son nom de la liste de la compagnie pour qu'elle cesse de l'appeler. |
απαρίθμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λίσταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je suis tout à fait en bas de la liste, alors mes chances d'obtenir ce boulot sont ténues. |
μητρώοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λίστα υποψηφίωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λίσταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La compagnie d'assurance a une liste des médicaments acceptés. |
υπόμνημαnom féminin (dans un dictionnaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le dictionnaire comporte une liste des abréviations. Το υπόμνημα του λεξικού εξηγεί όλες τις συντομογραφίες. |
κατάλογος, τιμοκατάλογοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je peux voir la liste des prix ? Μπορώ να δω τον κατάλογο (or: τιμοκατάλογο); |
κατάλογοςnom féminin (figuré) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cette remarque déplacée n'a fait qu'allonger la liste d'affronts à son encontre. |
κατάλογος(με προϊόντα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) De nombreuses entreprises de vente par correspondance ont arrêté d'imprimer des catalogues. Πολλές εταιρείες παραγγελιών μέσω ταχυδρομείου σταμάτησαν να τυπώνουν καταλόγους. |
κατάλογος, πίνακας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le catalogue de ses prouesses sportives est impressionnant. Η λίστα των αθλητικών του επιτευγμάτων είναι εντυπωσιακή. Μου διάβασε μια λίστα με όλα τα πράγματα που έκανα λάθος. |
λίστα(Informatique, anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σειράnom féminin (de personnes) (ανθρώπων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une kyrielle de personnes ont demandé des informations sur l'annonce que nous avions mise. Μια σειρά ανθρώπων έχουν ζητήσει πληροφορίες για την αγγελία που αναρτήσαμε. |
αλληλουχίαnom féminin (d'événements) (γεγονότων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La police a reconstitué la série d'événements de cette nuit-là. Η αστυνομία έχει αναπαραστήσει την αλληλουχία των γεγονότων εκείνη τη νύχτα. |
απαριθμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le conférencier a énuméré ses idées. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έκανα μια λίστα με όλες τις δουλειές που έχω να κάνω μέχρι αύριο. |
κάνω λίστα με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fais-moi la liste des choses que tu veux que j'achète. Κάνε μια λίστα με τα πράγματα που θέλεις να σου αγοράσω. |
λίστα λέξεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'auteure fut surprise que son premier roman soit présélectionné pour un prix de littérature. |
καταγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu cataloguer toutes les choses dont tu as besoin avant que nous commencions ? Nous avons catalogué tout ce qui se trouvait dans la maison pour l'assurance. |
λίστα(anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary était déçue de n'avoir accompli que la moitié de sa check-list. |
απόρρητοςlocution adverbiale (τηλέφωνο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν περιλαμβάνεται στον τηλεφωνικό κατάλογοlocution adjectivale (numéro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίστα των επικρατέστερων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le livre était sur la liste de présélection du prix Booker l'année dernière. Το βιβλίο ήταν ανάμεσα στα επικρατέστερα για το βραβείο Booker Prize πέρσυ. |
μαύρη λίσταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων(ouvrages) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίστα αναπαραγωγής(μουσική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λίστα επιθυμιών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τμηματοποίηση(του συνόλου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λίστα αναμονήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Cela fait 15 mois que je suis sur une liste d'attente pour avoir un nouvel appartement. |
απαρίθμηση γεγονότων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λίστα απονομών βασιλικών τιμώνnom féminin (en Grande-Bretagne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατάλογος υποψηφίων ενόρκωνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατάλογος υποψηφίων ενόρκωνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λίστα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chaque année, mon neveu me donne une liste de jouets qu'il aimerait recevoir à Noël. Peux-tu me faire la liste de ce que je dois prendre à l'épicerie ? Κάθε χρόνο, ο ανιψιός μου μού δίνει μια λίστα με παιχνίδια που θα ήθελε για τα Χριστούγεννα. Μπορείς σε παρακαλώ να μου δώσεις μια λίστα με τα πράγματα που πρέπει να αγοράσω από το σούπερ μάρκετ; |
λίστα αποδεκτών αλληλογραφίαςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tous mes contacts e-mail sont dans ma liste de diffusion (or: distribution). |
λίστα επιβατώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχολικό μητρώο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tous les matins, les professeurs font l'appel avec la liste des élèves pour voir si les élèves sont présents. |
κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντωνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λίστα συνδρομητώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λίσταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai lu la liste des signes d'une dépression avant de réaliser que je souffrais de 9 symptômes sur 10. |
επιθυμίεςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nager avec des dauphins fait partie de la liste des choses à faire avant de mourir de Susanne. Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένα από τα πράγματα που θέλει να κάνει η Σούζαν πριν πεθάνει. |
λίστα τηλεφώνωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναπτυσσόμενη λίσταnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκλογικός κατάλογοςnom féminin (plus souvent au pluriel) Si tu n'es pas inscrit sur les listes électorales, tu ne pourras pas voter. |
λίστα δώρουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λίστα για τα ψώνια, λίστα με τα ψώνιαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έφτιαξα μια λίστα με όλα το τρόφιμα που έπρεπε να αγοράσω από το σουπερμάρκετ. |
λίστα καλεσμένωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Désolé, votre nom ne figure pas sur la liste des invités, vous ne pouvez pas entrer. |
λίστα υποχρεώσεων, λίστα καθηκόντωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ma liste de tâches pour le week-end inclut laver ma voiture et nettoyer ma chambre. |
λίστα για τα ψώνιαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On a perdu des heures dans ce magasin ; sa liste de courses était interminable. |
αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίστα με όσα πρέπει να κάνωnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λίστα παρακολούθησης υπόπτωνnom féminin (personnes) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μακρύς κατάλογοςnom féminin |
λίστα υποψήφιων θυμάτωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάλογος κατάλληλων ατόμωνnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαγράφωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στον τορβά(personne) Για σένα είναι εντάξει, αλλά το δικό μου κεφάλι θα μπει στον τορβά αν δεν το πετύχουμε. |
αντικείμενο σε λίσταnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λίστα εκκρεμοτήτωνnom féminin (Construction) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La liste des réserves inclut de nombreuses réparations mineures qui doivent être faites. |
αυτά που θέλω να κάνωnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πινάκιο(Droit) (νομική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λίστα παρακολούθησης(choses) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάλογος όσων έχουν άδεια ασφαλείαςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κατάλογος μετοχών(Finance) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βάζω στην μαύρη λίστα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιλαμβάνω σε κατάλογο παλαιότερων εκδόσεων(un ouvrage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλώνω, τιμωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατάλογος υποψηφίωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κατάλογος εγκεκριμένων μερώνnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διαγράφομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βασικοί παίκτες(Sports) (αρχίζουν στον αγώνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθορίζω τις προδιαγραφές για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dressez la liste des spécifications du nouveau produit avant de rédiger le rapport complet. |
σε λίστα αναμονήςlocution adverbiale (είμαι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous n'étions pas sûrs d'arriver parce que nous étions sur liste d'attente. |
λίστα υποψηφίωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Cette année, la liste de candidats est de cinq. |
λίστα στόχωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάλογος βιβλίων που είναι κατάλληλα για ανήλικουςnom féminin (de livres, films...) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λίστα φαρμάκωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Listservnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
έχω λίστα γάμουlocution verbale (fiancés) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le couple a déposé une liste de mariage au grand centre commercial, donc vous pouvez voir ce qu'ils veulent sur le site du magasin. |
εγκρίνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
nom féminin (inventaire, énumération) Les élèves reçoivent une liste des affaires à toujours avoir. // Nous devons tout d'abord établir une liste des actions à mener. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του liste στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του liste
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.