Τι σημαίνει το miedo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης miedo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του miedo στο ισπανικά.
Η λέξη miedo στο ισπανικά σημαίνει φόβος, φόβος, φόβος, τρόμος, φόβος, τρόμος, άγχος, πανικός, νευρικότητα, φοβάμαι, τρομαχτικός, τρομακτικός, τρομαγμένος, τρέμω, φοβάμαι, ζαρώνω, μαζεύομαι, κοκαλωμένος από φόβο, τρέμω, φρικάρω, ανατριχιαστικός, τρομακτικός, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, τρομακτικός, παγώνω από το φόβο μου, φοβάμαι πάρα πολύ, φοβάμαι το σκοτάδι, φοβισμένος, τρομαγμένος, θεοσεβούμενος, ευσεβής, από φόβο ότι, από φόβο μην, μην τυχόν, μη φοβάσαι, μην ανησυχείς, άγχος, ταινία τρόμου, ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα, άρες μάρες κουκουνάρες, δυσκολία στη δέσμευση, θορυβούμαι, μαζεύομαι, ζαρώνω, φόβος για κτ, φοβάμαι, από φόβο για, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβάμαι, τρέμω, φοβάμαι να κάνω κτ, τρομακτικός, άφοβα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης miedo
φόβοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ella sintió cómo desaparecía su miedo. Ένιωσε τον φόβο να φεύγει. |
φόβοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Se podía ver el miedo en su rostro. Μπορούσες να δεις τον φόβο στο πρόσωπό του. |
φόβος, τρόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La escena de la explosión nos llenó de horror. Η σκηνή της έκρηξης μας γέμισε τρόμο. |
φόβος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los temores de los padres a menudo no los dejan dormir. Ο φόβος των γονιών πολλές φορές δεν τους αφήνει να κοιμηθούν τα βράδια. |
τρόμοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tom tenía cara de miedo. Ο Τομ είχε ένα βλέμμα τρόμου στο πρόσωπό του. |
άγχος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πανικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tania se murió de pánico cuando vio una araña grande. Την Τάνια την κυρίευσε ο πανικός όταν είδε μια μεγάλη αράχνη. |
νευρικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Es normal tener escalofríos en una casa vacía una noche de tormenta. |
φοβάμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños en la casa embrujada estaban asustados. // Los gatitos asustados lloraban por su madre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα φοβισμένα γατάκια έκλαιγαν ζητώντας τη μητέρα τους. |
τρομαχτικός, τρομακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El viaje a través de la jungla era escalofriante. Εκείνο το ταξίδι μέσα στη ζούγκλα ήταν τρομαχτικό. |
τρομαγμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρέμω, φοβάμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Laura estaba claramente furiosa y Valerie se acobardó ante ella. |
ζαρώνω, μαζεύομαι(από δειλία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ese perro tímido se acobardó en el rincón. |
κοκαλωμένος από φόβο(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los niños petrificados vieron la película de terror paralizados de miedo. |
τρέμω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre temo dar discursos. Πάντα τρέμω να δίνω ομιλίες. |
φρικάρω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Deja de mirarme así! ¡Me estás asustando! Σταμάτα να με κοιτάς έτσι! Με τρομάζεις! |
ανατριχιαστικός, τρομακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La casa vieja y abandonada era espeluznante y Juan estaba seguro de que estaba embrujada. |
αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rastreé a un viejo amigo que no veía hace diez años en Facebook y al otro día me lo crucé en la calle, ¡fue muy raro! |
τρομακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las películas de terror me causan pesadillas. Οι τρομακτικές ταινίες με κάνουν να βλέπω εφιάλτες. |
παγώνω από το φόβο μουlocución adjetiva (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los chicos estaban muertos de miedo con el hombre de la sierra. |
φοβάμαι πάρα πολύnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando era pequeña, tenía un miedo atroz a los hombres lobos. |
φοβάμαι το σκοτάδιlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hace poco descubrimos que el llanto de nuestro hijo en la noche se debe a que le tiene miedo a la oscuridad. |
φοβισμένος, τρομαγμένοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θεοσεβούμενος, ευσεβής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από φόβο ότι, από φόβο μηνlocución preposicional (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Se quedó en casa toda la semana por miedo a coger la gripe porcina. |
μην τυχόνlocución preposicional (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) No quiso cargar al bebé de su amiga, por miedo a que se le cayera. |
μη φοβάσαι, μην ανησυχείς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡No temas, Superdog está aquí! |
άγχος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Actuó de forma muy hermosa, a pesar del ataque de pánico escénico. |
ταινία τρόμου(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No puedo mirar películas de miedo a la noche, me dan miedo. |
ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se sentaron alrededor del fuego y se contaron historias de miedo. |
άρες μάρες κουκουνάρες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pasamos Halloween contándonos cuentos de miedo alrededor del fuego. |
δυσκολία στη δέσμευση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi ex-novio y yo rompimos porque yo quería casarme, pero él tenía miedo al compromiso. |
θορυβούμαιlocución verbal (AR) (λόγιος, επίσημο: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una vez casi me ahogo y desde entonces le tomé miedo al agua. |
μαζεύομαι, ζαρώνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom se encogió de miedo cuando Peter gritó de repente. Ο Τομ μόρφασε όταν ο Πήτερ φώναξε ξαφνικά . |
φόβος για κτlocución verbal |
φοβάμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando era joven le tenía miedo a las arañas. Όταν ήμουν μικρότερος, με τρόμαζαν οι αράχνες. |
από φόβο γιαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El perro temblaba de miedo cada vez que estallaban los fuegos artificiales. |
τρομάζω, φοβίζω, διώχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No es mi intención asustarte con esa clase, pero supondrá mucho trabajo. |
φοβάμαι να κάνω κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joanne tiene miedo de probar cosas nuevas porque podría fallar. Η Τζόαν φοβάται να δοκιμάσει καινούρια πράγματα μην τυχόν αποτύχει. |
φοβάμαι(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es bastante común tenerle miedo a las arañas. Είναι αρκετά συχνό να φοβάται κανείς τις αράχνες. |
τρέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mucha gente le teme a la muerte. Πολλοί άνθρωποι τρέμουν (or: φοβούνται) το θάνατο. |
φοβάμαι να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tengo miedo de saltar al río desde el puente. Φοβάμαι να πηδήξω στο ποτάμι από τη γέφυρα. |
τρομακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los padres a veces le cuentan a sus hijos historias de miedo para que no hagan cosas peligrosas. |
άφοβα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του miedo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του miedo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.