Τι σημαίνει το no στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης no στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του no στο Αγγλικά.

Η λέξη no στο Αγγλικά σημαίνει όχι, όχι, όχι, κανένας, κανένας, δεν, δεν, όχι, όχι, νομπέλιο, νούμερο, ποτέ, ουδέποτε, δεν είμαι ισάξιος με κπ, δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ, με τίποτα, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, δεν πιάνω, δεν πιάνω σε κπ, δεν πειράζω κανένα, δεν πειράζω κανένα, δεν πέφτω έξω, δεν πειράζω/ενοχλώ, είμαι αμείλικτος απέναντι σε κπ, δεν έχω όρεξη, δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω εναλλακτική, δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ, δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω ελπίδα, δεν έχω την ευκαιρία, δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει κτ, δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω άλλη λύση παρά να κάνω κτ, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάνω κτ, δεν μου κόβει, δεν έχω αμφιβολία, δεν έχω αμφιβολία ότι/πως, είμαι ατελείωτος, δεν έχω τέλος, είμαι αδιάκοπος, είμαι ασταμάτητος, είμαι αμερόληπτος, δεν έχω προσδοκίες, δεν περιμένω, δεν έχω ιδέα, δεν έχω όρια, δεν έχω αντίρρηση, δεν έχω αντίρρηση σε κτ, δεν μου δίνεται ευκαιρία, δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιο, δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτ, δεν έχω τύψεις, δεν διαφωνώ με κπ/κτ, δεν θυμάμαι, δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω το δικαίωμα, δεν ντρέπομαι, δεν ανέχομαι, δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτ, με την καμία, σε καμία περίπτωση, σε καμία περίπτωση, σε χρόνο μηδέν, επ'ουδενί, δεν ξέρω, ψάχνω εξονυχιστικά, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, που δε μοιάζει με κανέναν, σα να είναι η τελευταία φορά, ελάχιστα ή καθόλου, χρόνια και ζαμάνια, τέρμα το ψάξιμο, δε χάνω χρόνο, είμαι ευθύς, τα λέω έξω από τα δόντια, δεν αποφεύγω να κάνω κτ, στο υπογράφω, δεν το ήθελα, καμία εναλλακτική λύση/επιλογή, ταλαιπωρία, δοκιμασία, σιγά τα αβγά, σιγά το πράγμα, είναι αδύνατο, καμία ευκαιρία, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, χωρίς χρέωση, καμία εναλλακτική, ουδέν σχόλιο, δεν συγκρίνεται, δεν αντικρούω, με τίποτα, με την καμία, αμφιβολία, αναμφίβολα, ατέλειωτα, αμέτρητος, ατελείωτος, ατελείωτος, δεν έχει τέλος, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η έξοδος, με την καμία, δεν υπάρχει, -, κακός, τζίφος, άχρηστος, ανειλικρινής, ανέντιμος, ανεξέλεγκτος, απεριόριστος, χωρίς ελπίδα, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, δεν έχω ιδέα, χωρίς μα, μου, σου, ξου, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο, Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκα, Άντε!, το αργότερο μέχρι .... Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης no

όχι

adverb (refusal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No, I wouldn't like more coffee, thank you.
Όχι, δε θέλω άλλον καφέ, ευχαριστώ.

όχι

adverb (dissent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No, I do not agree with that at all.
Όχι, δε συμφωνώ καθόλου με αυτό.

όχι

adverb (denial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No, I did not get mud on the floor.
Όχι, δεν λάσπωσα το πάτωμα.

κανένας

adjective (not any)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
We have no rooms available.
Δεν υπάρχουν καθόλου διαθέσιμα δωμάτια.

κανένας

adjective (not one)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
There is no clean fork; we'll have to wash some.
Δεν υπάρχει ούτε ένα καθαρό πιρούνι· πρέπει να πλύνουμε μερικά.

δεν

adverb (not any)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There is no denying the truth.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την αλήθεια.

δεν

adjective (not genuine, effective, convincing)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm no artist but I was pleased with how the drawing came out.
Δεν είμαι καλλιτέχνης, αλλά ικανοποιήθηκα με το αποτέλεσμα της ζωγραφιάς.

όχι

noun (saying no)

Their response was a definite no.
Η απάντησή τους ήταν ένα απόλυτο όχι.

όχι

noun (votes)

The noes have it, and the bill is thrown out.

νομπέλιο

noun (chemistry: nobelium) (χημεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No is an element with the atomic number 102.

νούμερο

noun (abbr (number) (συντομ.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποτέ, ουδέποτε

adverb (never, not at any point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At no time did Bob leave the house that evening.

δεν είμαι ισάξιος με κπ

verbal expression (not be as good as [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ

verbal expression (be totally unlike)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy bears no resemblance to his father or his other brother.

με τίποτα

adverb (not at all, not in any way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This handbag costs £300, but it's by no means the most expensive one in the shop.
Αυτή η τσάντα κοστίζει 300 λίρες, αλλά με τίποτα δεν είναι η πιο ακριβή στο κατάστημα.

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expression (figurative (it's pointless to regret what is done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν πιάνω

verbal expression (figurative, informal (have no effect) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν πιάνω σε κπ

verbal expression (figurative, informal (have no effect on [sb]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν πειράζω κανένα

verbal expression (avoid hurting anyone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
'Above all, do no harm' is part of the doctor's oath.

δεν πειράζω κανένα

verbal expression (avoid causing trouble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It will do no harm to let her have a glass of wine.

δεν πέφτω έξω

verbal expression (make no mistakes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He believed that the Red Sox could do no wrong and they would win the series.

δεν πειράζω/ενοχλώ

verbal expression (do nothing improper)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was convinced that his daughter could do no wrong.

είμαι αμείλικτος απέναντι σε κπ

verbal expression (show no mercy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The border guards gave no quarter to anyone they caught trying to cross illegally.

δεν έχω όρεξη

verbal expression (figurative (lack appetite, courage for [sth]) (για κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John had little stomach for the task at hand.

δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω εναλλακτική

verbal expression (not have any other choice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With a crime this serious we have no alternative but to prosecute.

δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ

verbal expression (not be connected, involved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Type 1 diabetes has no association with obesity or other lifestyle factors, and is not preventable.

δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ

verbal expression (informal (not have the right) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have no business spreading gossip about me!

δεν έχω ελπίδα

verbal expression (be doomed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She had no chance, the disease had spread too far.

δεν έχω την ευκαιρία

verbal expression (not have opportunity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I saw this article last week and wanted to comment, but had no chance until now.

δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbal expression (not have opportunity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The swimming pool looked nice, but we had no chance to use it.

δεν υπάρχει ελπίδα

verbal expression (be unable) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He had no chance of survival in the desert.

δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει κτ

verbal expression (be unable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The patient has no chance of surviving without the treatment.

δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή

verbal expression (be forced to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to fire him. I had no choice.

δεν έχω άλλη λύση παρά να κάνω κτ, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάνω κτ

verbal expression (not have alternative)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have no choice but to think that you acted irresponsibly.

δεν μου κόβει

verbal expression (Irish, informal (lack common sense) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω αμφιβολία

verbal expression (be certain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Have no doubt, we'll get in trouble for eating all the cake.

δεν έχω αμφιβολία ότι/πως

verbal expression (be certain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have no doubt that he'll be back tomorrow with the same story.

είμαι ατελείωτος, δεν έχω τέλος

verbal expression (be infinite)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αδιάκοπος, είμαι ασταμάτητος

verbal expression (figurative (be interminable)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
His love for her had no end.
Η αγάπη του για αυτήν ήταν αδιάκοπη.

είμαι αμερόληπτος

verbal expression (approach without bias)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεν έχω προσδοκίες

verbal expression (not count on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν περιμένω

verbal expression (with clause: not count on [sth]) (να γίνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have no expectation that he will be able to answer my question, but I will ask him anyway.

δεν έχω ιδέα

verbal expression (not know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have no idea how I'm going to get home now my car's broken down. I have no idea how she found out.

δεν έχω όρια

verbal expression (figurative (be unrestricted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J.K. Rowling's imagination has no limits.

δεν έχω αντίρρηση

verbal expression (not be opposed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shah said he had no objection if a former member of the armed forces took part in the peace talks.

δεν έχω αντίρρηση σε κτ

verbal expression (not be opposed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have no objection to your suggestion.

δεν μου δίνεται ευκαιρία

verbal expression (not have the chance: to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had no opportunity to apologize earlier, but I'd like to say sorry for my rudeness at your party.

δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιο

verbal expression (lack intent, organization)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bachmann said that she has no plan to launch another presidential campaign.

δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτ

verbal expression (not intend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω τύψεις

verbal expression (not suffer a guilty conscience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had no qualms about reporting him to the police - he was a violent criminal, without a shred of compassion for his victims.

δεν διαφωνώ με κπ/κτ

verbal expression (not disagree with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν θυμάμαι

verbal expression (remember nothing about)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was so drunk that he had no recollection of how he got back home.

δεν έχω δικαίωμα

verbal expression (not be entitled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My son was complaining that everyone was controlling his life and we had no right because he was an adult.

δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω το δικαίωμα

verbal expression (not be entitled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You have no right to complain about the situation.

δεν ντρέπομαι

verbal expression (not be embarrassed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
How can you see people suffering and do nothing? Have you no shame?
Πώς μπορείς να βλέπεις ανθρώπους να υποφέρουν και να μην κάνεις τίποτα. Δεν ντρέπεσαι;

δεν ανέχομαι

verbal expression (figurative (not tolerate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James has no time for gossips. I have no time for children who won't do their homework.

δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτ

verbal expression (want nothing to do with)

That man is bad news and I'll have no truck with him!

με την καμία

interjection (slang (Emphatically no) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε καμία περίπτωση

adverb (not under any circumstances)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In no case should lifts be considered as means of escape in the event of a fire.

σε καμία περίπτωση

adverb (not under any circumstances)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε χρόνο μηδέν

adverb (figurative (rapidly) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I can get dinner ready in no time at all.

επ'ουδενί

adverb (not at all)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The fact that you were a little drunk in no way excuses your behavior.

δεν ξέρω

verbal expression (be uninformed or uneducated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω εξονυχιστικά

verbal expression (figurative (search thoroughly)

In the investigation to find the missing child, the police have left no stone unturned.

που δε μοιάζει με τίποτε άλλο

adverb (incomparably)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her love for him was like no other.

που δε μοιάζει με κανέναν

adjective (incomparable, unique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This holiday offers tourists a holiday like no other.

σα να είναι η τελευταία φορά

adverb (informal, figurative (in a frenzied way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ελάχιστα ή καθόλου

adjective (hardly any)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I haven't done any revising so there's little or no chance of me passing the exam.

χρόνια και ζαμάνια

interjection (slang (I haven't seen you for a long time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hey, Andrew! Long time no see!

τέρμα το ψάξιμο

interjection (used to offer [sth] that is needed)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Look no further; I have exactly what you need.

δε χάνω χρόνο

verbal expression (act without delay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You should lose no time in reporting a stolen credit card.

είμαι ευθύς

verbal expression (figurative, informal (be forthright, direct)

I'll make no bones: I don't trust that man.

τα λέω έξω από τα δόντια

verbal expression (figurative, informal (be forthright, direct) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The journalist made no bones about her dislike of politicians.

δεν αποφεύγω να κάνω κτ

verbal expression (figurative, informal (be forthright, direct in doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veronica made no bones about telling her boss exactly what she thought of him.

στο υπογράφω

interjection (believe me, let me assure you) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Make no mistake, their relationship won't last - he's too young for her!

δεν το ήθελα

verbal expression (not intend to cause hurt) (για κάτι αρνητικό που προκάλεσα)

I'm sorry you were upset by my suggestion. I meant no harm.

καμία εναλλακτική λύση/επιλογή

noun (absence of any other option)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You leave me no alternative but to fire you.

ταλαιπωρία, δοκιμασία

noun (harsh experience, ordeal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My job is no bed of roses - I'm on my feet all day and the hours are long.

σιγά τα αβγά, σιγά το πράγμα

interjection (slang (that is not a matter for concern) (καθομιλουμένη)

είναι αδύνατο

expression (informal (that isn't possible)

καμία ευκαιρία

noun (absence of opportunity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have no chance of getting tickets for the game this late.

αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση

interjection (informal (that is extremely unlikely) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You want to borrow dad's car? No chance!

χωρίς χρέωση

expression ([sth] is provided free)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is no charge for fresh towels; they come with the hotel room. The manufacturer will send you product samples at no charge.

καμία εναλλακτική

noun (absence of alternative options)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There is no choice; we'll have to do it.
Δεν έχω άλλη επιλογή από το να σου ζητήσω να φύγεις.

ουδέν σχόλιο

interjection (expressing refusal to speak)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν συγκρίνεται

interjection (informal (there is no comparison)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When it comes to cars, I'll take a Porsche, no contest.

δεν αντικρούω

expression (legal: plea not to contest charge) (νομική: αγγλικό δίκαιο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stevens answered “No contest” when asked “How do you now plead?"

με τίποτα, με την καμία

interjection (US, slang (expressing refusal) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No dice, Joe, you aren't going to borrow my car.

αμφιβολία

noun (total certainty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have no doubt that heaven exists. It is better to be quiet and be thought a fool than to open your mouth and leave no doubt.
Δεν έχω αμφιβολία ότι υπάρχει παράδεισος.

αναμφίβολα

adverb (undoubtedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No doubt you have more experience in this field than I do.

ατέλειωτα

adverb (UK, slang (a lot) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your visit's cheered me up no end!

αμέτρητος, ατελείωτος

adjective (numerous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has had no end of troubles in his short life.

ατελείωτος

adjective (continuous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My teenage daughters cause me no end of trouble.

δεν έχει τέλος

expression (continuous)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's no end to the fun you can have in New York City!

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος

noun (no way in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A No Entry sign indicates that cars must not drive down that road.

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η έξοδος

noun (no way out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με την καμία, δεν υπάρχει

interjection (informal (certainly not, never) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me, take up ski jumping? No fear of that happening!
Εγώ να κάνω ski jumping; Με την καμία!

-

noun (complete failure) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It's a no go for skiing today; there's no snow on the mountain.
Το σκι αποκλείεται για σήμερα. Δεν έχει χιόνι στο βουνό.

κακός

expression (informal (of insufficient quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He gave up his dream of becoming an artist because his paintings were no good. She plays in a band, but I hear they're no good.
Παίζει σε ένα συγκρότημα, αλλά άκουσα πως δεν είναι καλοί.

τζίφος

expression (informal (not effective) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The government's policies to cut the deficit have proved to be no good; the country is now more in debt than ever.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης για την μείωση του ελλείμματος αποδείχθηκαν τζίφος. Το χρέος της χώρας είναι μεγαλύτερο από ποτέ.

άχρηστος

adjective (informal (of no use, worthless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This computer is a no-good heap of junk!

ανειλικρινής, ανέντιμος

adjective (informal (person: bad, dishonest) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξέλεγκτος, απεριόριστος

adjective (without rules, unconstrained)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can say whatever you like to me, there are no holds barred.

χωρίς ελπίδα

noun (grim prospect or outlook)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no hope for him, his illness is too severe.

αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση

noun (not a chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My watch fell into the river, there's no hope I'll get it back.

δεν έχω ιδέα

interjection (informal (I do not know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς μα, μου, σου, ξου

expression (informal (no excuses are permitted) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need you to finish that report today, no ifs, ands, or buts.

δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο

noun (informal ([sth] serious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's no joke when you trap your fingers in a car door.

Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκα

interjection (informal (I'm serious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No joke, John, she's really angry with you.

Άντε!

interjection (informal (when the obvious is stated) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

το αργότερο μέχρι ...

preposition (on or before, by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Full payment must be received no later than two weeks before the start of the course. Rooms must be vacated no later than midday.
Η πλήρης εξόφληση πρέπει να γίνει το αργότερο δυο εβδομάδες πριν την έναρξη του μαθήματος. Τα δωμάτια πρέπει να αδειάσουν το αργότερο μέχρι το μεσημέρι.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του no στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του no

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.