Τι σημαίνει το pagar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pagar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pagar στο ισπανικά.
Η λέξη pagar στο ισπανικά σημαίνει πληρώνω, πληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, δίνω, πληρώνω, δίνω, πληρώνω, δίνω, πληρώνω, το πληρώνω, πληρώνω, πληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, αποπληρώνω, ανταποδίδω, αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω το μερίδιό μου, πληρώνομαι, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, ξοδεύω, χαλάω, αναλαμβάνω τα έξοδα του, καταβάλλω, πληρώνω, πληρώνω, τιμωρούμαι για κτ, εξοφλώ, αποπληρώνω, πληρώνω, εξοφλώ, αποπληρώνω, ξοδεύω, χαλάω, κερνάω, ξοδεύω, απαλλάσσομαι, πληρώνω κτ κατ' αναλογία, εκδικούμαι, που πρέπει να καταβληθεί προκαταβολικά, που πρέπει να πληρωθεί προκαταβολικά, οικονομικά, πλωρώστε σε διαταγή του, Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι, μία σου και μία μου, ποσό προς πληρωμή, δικαίωμα εισόδου-εξόδου, πληρωτέοι λογαριασμοί, τρέχουσες υποχρεώσεις, ανεξόφλητο χρέος, αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω, πληρώνω με μετρητά, πληρώνω προκαταβολικά, πληρώνω με μετρητά, πληρώνω τον λογαριασμό, πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω μεγάλο ποσό, πληρώνω το μερίδιο μου, υπομένω τις συνέπειες, χρυσοπληρώνω, πληρώνω εγγύηση για κπ, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, εκδικούμαι, μοιράζομαι το κόστος, υφίσταμαι τις συνέπειες, κτ με στοιχειώνει, παίρνω την ευθύνη πάνω μου, αναλαμβάνω την ευθύνη, είμαι γκαντέμης, πληρώνω το λογαριασμό, είμαστε πάτσι, βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη, εξοφλώ, πληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, αμείβω ανεπαρκώς, πληρώνω ανεπαρκώς, καλοπληρώνω, προπληρώνω, παίρνω εκδίκηση από κπ, δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση, εξοφλώ τα χρέη μου, συμμετέχω, πληρώνω, πληρώνω φόρους για εργαζόμενό μου, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, υφίσταμαι τις συνέπειες, χρησιμοποιώ χρήματα, έχω την οικονομική δυνατότητα, υφίσταμαι τις συνέπειες του, βγάζω κπ με εγγύηση, πληρώνω παραπάνω από το κανονικό, εξοφλώ, ξεπληρώνω, πληρώνω λύτρα, πληρώνω ανάλογα με τη χρήση, υπερπληρώνω, σπουδάζω, συναλλαγματικές πληρωτέες, υπερπληρώνω κάποιον για κάτι, πληρώνω την εγγύηση κπ, δεν πληρώνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ανεξόφλητος, αδυνατώ να πληρώσω, κερνάω, κερνώ, αδυνατώ να αποπληρώσω κτ, αδυνατώ να ξεπληρώσω κτ, αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων, δέχομαι κτ αντί πληρωμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pagar
πληρώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No tengo dinero. ¿Puedes pagar? Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις; |
πληρώνωverbo transitivo (κάτι ή για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando le dieron la cuenta él la pagó. Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός. |
εξοφλώ, ξεπληρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te pagaré las cinco libras mañana. Θα σου ξεπληρώσω τις 5 λίρες αύριο. |
δίνωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te pagaré 5 dólares si me dices a dónde fue. Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν. |
πληρώνωverbo transitivo (για κάτι ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Qué vestido más bonito! ¿Cuánto pagaste por él? Τι ωραίο φόρεμα! Πόσο το πλήρωσες; |
δίνω(κάτι σε κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te pagaré diez dólares por esa camisa. Θα σου δώσω δέκα δολάρια για αυτό το μπλουζάκι. |
πληρώνωverbo transitivo (κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pagaron por redecorar su casa. Τον πλήρωσαν για να αλλάξει τη διακόσμηση στο σπίτι τους. |
δίνω(κτ σε κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi padre me pagó cinco libras por limpiar su coche. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα πληρώσω έναν υδραυλικό, για να φτιάξει τη βρύση. |
πληρώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parece un buen trabajo pero, ¿cuánto pagan? Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν; |
το πληρώνω(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡No lo hagas! ¡Pagarás las consecuencias si lo haces! Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις! |
πληρώνωverbo transitivo (coloquial) (μεταφορικά: για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pagarás por lo que me has hecho, ¡y me aseguraré de ello! Θα μου το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ! |
πληρώνωverbo transitivo (impuestos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Como alguien que paga sus impuestos, me gustaría decir algo con respecto a lo que el Consejo hace con mi dinero. |
εξοφλώ, ξεπληρώνω, αποπληρώνω(χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puedo devolver el préstamo hasta el mes que viene. Δεν μπορώ να ξεπληρώσω (or: αποπληρώσω) το δάνειο μέχρι τον επόμενο μήνα. |
ανταποδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Espero tener la oportunidad de devolverte este favor. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ανταποδώσω τη χάρη. |
αναλαμβάνω τα έξοδα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πληρώνω το μερίδιό μου(gastos propios) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώνομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Te pagan por semana o por mes? Πληρώνεσαι κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα; Πληρώνομαι κάθε μήνα σε μετρητά. |
τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω(μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Teníamos una apuesta y perdiste, así que a pagar! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήρθε η δόση της κάρτας σήμερα, θα τα στάξω πάλι, γαμώτο! |
ξοδεύω, χαλάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pagué mucho más de lo que el automóvil usado valía. |
αναλαμβάνω τα έξοδα του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El padre de ella está pagando la boda. |
καταβάλλω, πληρώνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La universidad les paga estipendios a los estudiantes de mejor promedio cada mes. |
πληρώνωverbo transitivo (entregar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La máquina tragamonedas te pagará una fortuna si te sacas el gordo. Αυτός ο κουλοχέρης θα πληρώσει μια περιουσία εάν πετύχεις τζάκποτ. |
τιμωρούμαι για κτverbo transitivo (figurado) |
εξοφλώ, αποπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pagó sus deudas de estudios en plazos mensuales durante dos años. |
πληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El padre de la novia pagará la factura de la boda. |
εξοφλώ, αποπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim y Abigail pagaron su hipoteca el año pasado. |
ξοδεύω, χαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su padre va a tener que desembolsar una buena cantidad de dinero para pagar su boda. Ο πατέρας της θα πρέπει να ξοδέψει πολλά χρήματα για να πληρώσει για τον γάμο της. |
κερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta vez me toca a mí. Tú pagaste la última vez que salimos. Δικό μου το δείπνο σήμερα! Εσύ πλήρωσες την προηγούμενη φορά που βγήκαμε. |
ξοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kirsty ha gastado más de 3000 libras en zapatos durante los últimos seis meses. |
απαλλάσσομαι
Con este pago final, Linda ha cancelado su deuda. |
πληρώνω κτ κατ' αναλογία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El gimnasio prorrateó mi factura después de cancelar mi subscripción. |
εκδικούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Me vengaré por eso! |
που πρέπει να καταβληθεί προκαταβολικά, που πρέπει να πληρωθεί προκαταβολικάlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me lo ofreció en tres cuotas, una a pagar anticipadamente, la segunda a la entrega y la última, un mes más tarde. |
οικονομικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πλωρώστε σε διαταγή τουexpresión (επιταγή: δικαιούχος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδιexpresión (figurado) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μία σου και μία μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Decidió pagarle con la misma moneda y le traicionó cuando tuvo ocasión. |
ποσό προς πληρωμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικαίωμα εισόδου-εξόδου(estacionamiento) (χωρίς επιπλέον χρέωση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πληρωτέοι λογαριασμοί
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Si la compañía tiene muchas cuentas a pagar, puede haber un problema con el flujo de caja. |
τρέχουσες υποχρεώσεις(υποχρεώσεις που λήγουν εντός του έτους) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La deuda total de una empresa es la suma de sus cuentas por pagar y su deuda a largo plazo. |
ανεξόφλητο χρέος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todas las cuentas pendientes deberán saldarse. |
αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los que pagan los impuestos pagarán el costo de la reforma del servicio de salud. |
πληρώνω με μετρητάlocución verbal (AR, ES) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puede usar una tarjeta de crédito aquí; tiene que pagar en efectivo. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πιστωτική κάρτα εδώ, πρέπει να πληρώσεις με μετρητά. |
πληρώνω προκαταβολικάlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunas compañías de teléfonos celulares requieren que uno pague el servicio por adelantado. |
πληρώνω με μετρητάlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No tengo tarjetas de crédito, siempre pago en efectivo. |
πληρώνω τον λογαριασμόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pregunté al camarero si podía pagar la cuenta. Ρώτησα το σερβιτόρο αν μπορούσα να πληρώσω το λογαριασμό. |
πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El juez dijo al acusado que debía pagar la pena por su crimen. |
πληρώνω το τίμημαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si sigues tratando así a los demás, algún día tendrás que pagar las consecuencias. |
πληρώνω μεγάλο ποσό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pagué demasiado por el taxi desde aeropuerto al centro. |
πληρώνω το μερίδιο μουlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paga tu parte del alquiler antes de final de mes, por favor. |
υπομένω τις συνέπειεςlocución verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si decides mentir ahora, más adelante pagarás las consecuencias. |
χρυσοπληρώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pagué mucho dinero por esto y ahora me parece un trasto que no sirve para nada. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ξεπαραδιάστηκα για να το αγοράσω, αλλά τώρα ανακάλυψα πως είναι άχρηστο. |
πληρώνω εγγύηση για κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El ladrón está en la cárcel porque nadie quiso pagar la fianza por él. |
κάνω κπ να το πληρώσει ακριβάlocución verbal (coloquial, figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No me me la hagas pagar a mí, yo no tuve nada que ver. |
εκδικούμαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μοιράζομαι το κόστος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando mi novio y yo salimos siempre pagamos a medias. |
υφίσταμαι τις συνέπειες(sufrir, figurado) |
κτ με στοιχειώνει(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω την ευθύνη πάνω μου, αναλαμβάνω την ευθύνη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι γκαντέμης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώνω το λογαριασμό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía de seguros negó mi demanda, así que tuve que pagar la cuenta de los arreglos yo mismo. |
είμαστε πάτσι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη(coloquial. MX) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tuvieron que dar (or: pagar) una buena lana para cubrir los gastos médicos de su hijo. Το ζευγάρι χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν τα νοσήλια του γιου τους. |
εξοφλώ, πληρώνω(λογαριασμό ή χρέος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοφλώ, ξεπληρώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me debes esa plata hace más de un mes. Es hora de que pagues en su totalidad. Μου χρωστάς αυτά τα χρήματα εδώ και πάνω από έναν μήνα. Ήρθε η ώρα να με ξεπληρώσεις (or: εξοφλήσεις). |
αμείβω ανεπαρκώς, πληρώνω ανεπαρκώςlocución verbal |
καλοπληρώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los turistas pagaron de más al taxista porque no sabían la tarifa adecuada. |
προπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω εκδίκηση από κπ(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estuve hablando mal de mi colega durante meses tratando de que me dieran a mí el aumento, pero me dio de mi propia medicina contándole al jefe sobre todo el papeleo que yo no había hecho. |
δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξοφλώ τα χρέη μουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los alumnos deberán pagar sus deudas antes de ser elegibles a registrarse para el próximo semestre. |
συμμετέχω(μαζί με κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Quieres comprar a medias con nosotros el regalo del jefe? |
πληρώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληρώνω φόρους για εργαζόμενό μουlocución verbal (empleador) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pagó un dineral por un auto que resultó ser una porquería. |
υφίσταμαι τις συνέπειες(coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo hizo el presidente pero su sucesor tuvo que pagar el pato. |
χρησιμοποιώ χρήματα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si quieres comprar esto, tendrás que pagar en efectivo: no aceptan tarjeta de crédito. |
έχω την οικονομική δυνατότηταlocución verbal (να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ahora que estoy en el paro no me puedo pagar unas vacaciones. Τώρα που είμαι άνεργος δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να πάω διακοπές. |
υφίσταμαι τις συνέπειες του(figurado) |
βγάζω κπ με εγγύηση(από τη φυλακή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Richard pagó la fianza de su hermano cuando este fue arrestado por conducir bebido. Ο Ρίτσαρντ έβγαλε τον αδελφό του από τη φυλακή όταν τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε μεθυσμένος. |
πληρώνω παραπάνω από το κανονικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pagamos demasiado por la habitación de hotel porque era temporada alta. |
εξοφλώ, ξεπληρώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de que terminé de pagar el préstamo, recibí una copia de la nota que decía "pagado en su totalidad". |
πληρώνω λύτρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πληρώνω ανάλογα με τη χρήσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπουδάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mis padres están trabajando a tiempo completo para pagarme los estudios de la universidad. Οι γονείς μου δουλεύουν και οι δύο πλήρες ωράριο για να με σπουδάσουν. |
συναλλαγματικές πληρωτέες
|
υπερπληρώνω κάποιον για κάτι
|
πληρώνω την εγγύηση κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un pariente pagó la fianza de Ian con un préstamo. Ένας συγγενής πλήρωσε την εγγύηση του Ίαν με δάνειο. |
δεν πληρώνωlocución verbal (δάνειο, χρέος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
Después de sacar su pedazo, los hombres les pagaron favores a los oficiales corruptos del Gobierno. |
ανεξόφλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδυνατώ να πληρώσωlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Roberto sacó un préstamo para comprar un auto, pero se lo sacaron cuando no pudo pagar. Ο Ρόμπερτ πήρε ένα δάνειο για να αγοράσει το νέο του αυτοκίνητο, αλλά αυτό κατασχέθηκε όταν αθέτησε τις υποχρεώσεις του. |
κερνάω, κερνώ(de bebidas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aquella generosa mujer nos pagó la ronda a todos anoche. Η γενναιόδωρη κυρία μας κέρασε όλους ποτά χτες το βράδυ. |
αδυνατώ να αποπληρώσω κτ, αδυνατώ να ξεπληρώσω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le quitaron la casa a la familia cuando no pagaron la hipoteca. Το σπίτι της οικογένειας κατασχέθηκε όταν δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν το δάνειο. |
αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δέχομαι κτ αντί πληρωμής(formal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El dueño de la licorería no tenía dinero para pagarles, así que se cobraron en especies con whisky. Ο ιδιοκτήτης της κάβας δεν είχε τα χρήματα που χρωστούσε γι' αυτό πλήρωσε σε ουίσκι. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pagar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του pagar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.