Τι σημαίνει το peur στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης peur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peur στο Γαλλικά.

Η λέξη peur στο Γαλλικά σημαίνει φόβος, φόβος, φόβος, φόβος, σεβασμός, τρόμος, φόβος, τρόμος, το να τρομάζω, το να φοβάμαι, φοβάμαι, είμαι θεοσεβούμενος, τρομαγμένος, φοβισμένος, τρομακτικός, τρομάζω, τρομαχτικός, τρομακτικός, τρομάρα, τρομακτικός, τρομαχτικός, ξάφνιασμα, φοβάμαι, άφοβος, φοβάμαι πάρα πολύ, φοβάμαι το σκοτάδι, φοβάμαι, φοβισμένος, τρομαγμένος, φοβισμένος, τρομαγμένος, μην τυχόν, από φόβο ότι, από φόβο μην, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, μην τυχόν, αυτό φοβάμαι, δικαίωμα στην ασφάλεια, φοβία, ψυχαναγκαστικός φόβος, ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα, φόβος ότι θα χάσω κάτι, φοβάμαι για την ζωή μου, φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου, τρομάζω, τρομάζω, φόβος για κτ, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, φοβάμαι κάτι, από φόβο για, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβάμαι, φοβάμαι, φρικάρω, φοβάμαι, φοβάμαι να κάνω κτ, φαίνεται, φοβάμαι, που τρομάζει από πυροβολισμούς, ιστορία τρόμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης peur

φόβος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο φόβος των γονιών πολλές φορές δεν τους αφήνει να κοιμηθούν τα βράδια.

φόβος

nom féminin (appréhension)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il a souffert de la peur de l'échec toute sa vie.
Υπέφερε από τον φόβο της αποτυχίας όλη του τη ζωή.

φόβος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
On pouvait lire la peur sur son visage.
Μπορούσες να δεις τον φόβο στο πρόσωπό του.

φόβος

(émotion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle a senti sa peur se dissiper.
Ένιωσε τον φόβο να φεύγει.

σεβασμός

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ils vivaient dans la peur (or: la crainte) de Dieu.
Ζούσαν νιώθοντας δέος για τον Θεό τους.

τρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La peur se lisait sur le visage de Tom.
Ο Τομ είχε ένα βλέμμα τρόμου στο πρόσωπό του.

φόβος, τρόμος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το να τρομάζω, το να φοβάμαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parfois, les gens aiment les frayeurs, du moment qu'il n'y a pas de réel danger ; voilà pourquoi on regarde des films d'horreur.

φοβάμαι

(έχω φόβο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je crains qu'ils n'aient eu un accident.
Ανησυχώ μήπως είχαν κάποιο ατύχημα.

είμαι θεοσεβούμενος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dans cette communauté, on craint tous Dieu.
΄Ολοι νιώθουμε δέος για τον Θεό σε αυτή την κοινωνία.

τρομαγμένος, φοβισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le chat effrayé s'est caché sous une chaise.
Η τρομαγμένη γάτα κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι.

τρομακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vieille dame raconta une effrayante histoire de guerre aux enfants.
Η ηλικιωμένη κυρία είπε στα παιδιά μια τρομακτική ιστορία για τον πόλεμο.

τρομάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses éclats de rire ont effrayé le chat.
Με τρόμαξες έτσι που εμφανίστηκες από το πουθενά!

τρομαχτικός, τρομακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est effrayant de voir comment un feu prend vite dans une maison.
Είναι τρομακτικό το πόσο εύκολα μπορούν να ξεσπάσουν πυρκαγιές στα σπίτια.

τρομάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ξύπνησες και βρήκες ληστές στο σπίτι σου; Πρέπει να πήρες μεγάλη τρομάρα.

τρομακτικός, τρομαχτικός

(personne, animal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'homme effrayant continuant à la fixer du regard, elle s'en alla.
Έφυγε, επειδή ο τρομακτικός άντρας συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα.

ξάφνιασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Son sursaut quand il apprit la nouvelle ne me sembla pas très sincère : je pense qu'il le savait déjà.
Το ξάφνιασμά του όταν έμαθε τα νέα δεν μου φάνηκε και πολύ αληθινό. Νομίζω ότι το ήξερε ήδη.

φοβάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les garçons ont été effrayées (or: terrorisées) dans la maison hantée. // Les chatons effrayés appelaient leur mère.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα φοβισμένα γατάκια έκλαιγαν ζητώντας τη μητέρα τους.

άφοβος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φοβάμαι πάρα πολύ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοβάμαι το σκοτάδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοβάμαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mais tu trembles ! Tu as peur ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το παιδί ήταν τόσο τρομαγμένο που δε σταμάτησε λεπτό να κλαίει.

φοβισμένος, τρομαγμένος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φοβισμένος, τρομαγμένος

locution verbale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μην τυχόν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'ai rien dit de peur qu'ils ne voient ma colère.
Δεν είπα τίποτα μην τυχόν και δουν τον θυμό μου.

από φόβο ότι, από φόβο μην

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle est restée chez elle toute la semaine de peur (or: de crainte) d'attraper la grippe porcine.

φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je crains de ne pas avoir fait du bon travail hier.

μην τυχόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle ne voulait pas prendre le bébé de son amie dans les bras de peur de le faire tomber.

αυτό φοβάμαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικαίωμα στην ασφάλεια

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φοβία, ψυχαναγκαστικός φόβος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φόβος ότι θα χάσω κάτι

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοβάμαι για την ζωή μου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a craint pour sa vie quand le cambrioleur a sorti une arme.

φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρομάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'apparition soudaine d'un visage à la fenêtre a effrayé (or: a fait peur à) Josh.
Η ξαφνική εμφάνιση ενός προσώπου στο παράθυρο τρόμαξε τον Τζος.

τρομάζω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand la radio s'est allumée, le cambrioleur a pris peur et a sauté par la fenêtre.

φόβος για κτ

locution verbale

J'ai peur pour ma vie.

τρομάζω, φοβίζω, διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les épouvantails dans le jardin ne faisaient pas du tout fuir les lapins.

τρομάζω, φοβίζω, διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'épouvantail servait à faire fuir les oiseaux.

φοβάμαι κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis terrifié par les araignées.

από φόβο για

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le chien a tremblé de peur quand le feu d'artifice a éclaté.

τρομάζω, φοβίζω, διώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne veux pas te décourager de suivre ce cours, mais tu devras travailler dur.

τρομάζω, φοβίζω, διώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je craignais que de publier le salaire de départ ne fasse fuir les candidats potentiels.

φοβάμαι να κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joanne a peur de tenter de nouvelles choses de peur d'échouer.
Η Τζόαν φοβάται να δοκιμάσει καινούρια πράγματα μην τυχόν αποτύχει.

φοβάμαι

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est courant d'avoir peur des araignées.
Είναι αρκετά συχνό να φοβάται κανείς τις αράχνες.

φοβάμαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai bien peur que nous soyons à court d'argent avant la fin du voyage.
Φοβάμαι ότι μπορεί να ξεμείνω από χρήματα πριν από το τέλος του ταξιδιού.

φρικάρω

(familier, jeune) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrête de me regarder comme ça : tu me fais flipper !
Σταμάτα να με κοιτάς έτσι! Με τρομάζεις!

φοβάμαι

(ότι/πως, μήπως/μη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam avait peur de perdre son emploi.
Ο Σαμ φοβάται μήπως χάσει τη δουλειά του.

φοβάμαι να κάνω κτ

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai peur de sauter du pont dans la rivière.
Φοβάμαι να πηδήξω στο ποτάμι από τη γέφυρα.

φαίνεται

(ότι έχω κάνει κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je crois bien avoir perdu mon parapluie.
Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου.

φοβάμαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand j'étais jeune, j'avais peur du noir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν ήμουν μικρότερος, με τρόμαζαν οι αράχνες.

που τρομάζει από πυροβολισμούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορία τρόμου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του peur

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.