Τι σημαίνει το présent στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης présent στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του présent στο Γαλλικά.

Η λέξη présent στο Γαλλικά σημαίνει ενεστώτας, παρών, τρέχων, παρών, που τριγυρίζει, δώρο, παρών, εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση, ενεστώτας, παρευρισκόμενος, υπάρχων, δώρο, παρευρισκόμενος, παρόν, παραβρίσκομαι σε κτ, γερούνδιο, έχω, που υπάρχει πάντα, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι σήμερα, μην, μη, δεν μπορώ, δεν, θα, δεν είμαι, έχω, δεν πρέπει, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, -, δεν θα έπρεπε, θα, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, άδραξε τη μέρα, μετοχή ενεστώτα, παρακείμενος, συμβολικό δώρο, το σήμερα, ενεστώτας, εξακολουθητικός ενεστώτας, κουμπάρος, κουμπάρα, παρακείμενος, θα προτιμούσα, δεν μπορώ, θα, -, -, ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμή, δεν έπρεπε να κάνω κτ, είσαι, παρίσταμαι σε κτ, παραβρίσκομαι σε κτ, τη στιγμή, δεν λέω να, δεν είναι, δεν είναι, δεν έχω, παρίσταμαι, παραβρίσκομαι, δεν έχει, τώρα, σήμερα, -, -, ενεστώτας διαρκείας, διά του παρόντος, Ο χρόνος είναι καθοριστικής σημασίας., μόλις, αφού, όταν, θα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης présent

ενεστώτας

nom masculin (Grammaire) (γραμματική: χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce paragraphe est au passé, mais ce paragraphe-là est entièrement au présent.

παρών

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le directeur de l'entreprise a remercié tous ceux qui étaient présents d'avoir fait de la conférence un succès.

τρέχων, παρών

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Την παρούσα στιγμή δεν χρειαζόμαστε τίποτα.

που τριγυρίζει

adjectif (à l'esprit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δώρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le cadeau d'anniversaire était exactement ce qu'elle voulait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του έφερε πεσκέσι σπιτική πίτα.

παρών

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrête de t'inquiéter pour l'avenir : vis pour le présent !

ενεστώτας

nom masculin (Grammaire) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρευρισκόμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le public présent attendait nerveusement l'arrivée des rockeurs sur scène.
Οι παρευρισκόμενοι περίμεναν με ανυπομονησία να εμφανιστεί στη σκηνή το ροκ συγκρότημα.

υπάρχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

δώρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il lui a donné un pull comme cadeau d'anniversaire. Clive a acheté un vélo comme cadeau pour son fils.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Της χάρισε ένα πουλόβερ σαν δώρο γενεθλίων.

παρευρισκόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

παρόν

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cesse de t'inquiéter pour ton avenir et focalise-toi sur le présent.
Προσπάθησε να μην ανησυχείς για το αύριο και περιόρισε τις σκέψεις σου στο παρόν.

παραβρίσκομαι σε κτ

locution verbale

Il est essentiel que toute l'équipe soit présente à la réunion.

γερούνδιο

(Grammaire latine, anglaise,...) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les gérondifs anglais comme « thinking » et « stopping » peuvent être sujets ou COD.

έχω

(pour former le passé)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Nos avons gagné la course.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω χάσει τα κλειδιά μου.

που υπάρχει πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι σήμερα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μην, μη

(négation dans une phrase)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Ne m'interromps pas quand je parle, s'il te plaît.
Μη με διακόπτεις όταν μιλάω σε παρακαλώ.

δεν μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne peux pas entendre la sonnette lorsque je suis dans la salle du fond.
Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.

δεν

(négation)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Il n'habite pas à cette adresse en hiver.
Δεν μένει σ' αυτή τη διεύθυνση τον χειμώνα.

θα

verbe intransitif

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Qui va payer les factures quand tu seras parti ?
Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις;

δεν είμαι

Δεν είμαι ψεύτης, σου λέω την αλήθεια!

έχω

(auxiliaire, possession)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai trop mangé.

δεν πρέπει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(au présent : possession,…) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

Περιμέναμε τουλάχιστον μισή ώρα.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu ne devrais pas parler ainsi à ton professeur, c'est malpoli.
Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα στον δάσκαλό σου. Είναι αγένεια.

δεν θα έπρεπε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne devrais pas dire ça, mais la nouvelle copine de mon père est horrible.

θα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je vais aller manger une glace ce soir.

εν τω μεταξύ, στο μεταξύ

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

άδραξε τη μέρα

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
« Profite du moment présent » est une traduction du latin « Carpe Diem ». Mon père me disait toujours : « Profite du moment présent, tu ne seras pas jeune toute ta vie ! ».
«Άδραξε τη μέρα» είναι η μετάφραση του Λατινικού «Carpe diem». // Ο μπαμπάς μου πάντα μου έλεγε «Άδραξε τη μέρα, δεν θα είσαι για πάντα νέος!»

μετοχή ενεστώτα

nom masculin (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le participe présent du verbe « courir » est « courant ».

παρακείμενος

(conjugaison anglaise) (γραμματική, χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συμβολικό δώρο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το σήμερα

nom masculin

L'historien ne s'intéressait qu'au passé et n'était pas du tout en phase avec le présent.

ενεστώτας

(grammaire anglaise) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le présent est l'un des premiers temps que l'on enseigne aux élèves qui apprennent l'anglais.

εξακολουθητικός ενεστώτας

nom masculin (Grammaire anglaise,...)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
"I am writing a sentence" est un exemple de phrase au présent progressif.
«Ι am writing a sentence» είναι ένα παράδειγμα πρότασης σε εξακολουθητικό ενεστώτα.

κουμπάρος, κουμπάρα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

παρακείμενος

(conjugaison anglaise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le present perfect est utilisé pour les situations qui commencent dans le passé et continuent jusqu'au présent.
Ο παρακείμενος χρησιμοποιείται για πράξεις που ξεκίνησαν στο παρελθόν και συνεχίζονται μέχρι το παρόν.

θα προτιμούσα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim ne peut pas aller au pique-nique samedi.
Ο Τιμ δεν μπορεί να πάει στο πικνίκ το Σάββατο.

θα

(avec « nous » ou « on »)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
On va au cinéma ce soir ?
Να πάμε σινεμά απόψε;

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Διαβάζω εδώ και τρεις ώρες. Χρειάζομαι ένα διάλειμμα! Η μητέρα μου είναι γιατρός εδώ και είκοσι χρόνια.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
J'ai eu une journée tellement chargée que je serai contente de me mettre au lit.
Είχα τόσο πολυάσχολη μέρα που θα χαρώ να ξαπλώσω.

ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έπρεπε να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous ne devrions pas dire ce qui s'est passé à ton frère. Il pourrait se fâcher.

είσαι

(β' ενικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où sont-ils ? Tu es sérieux ?
Πού είναι αυτοί;

παρίσταμαι σε κτ, παραβρίσκομαι σε κτ

J'espère assister (or: aller) à la soirée d'ouverture.
Ελπίζω να παραστώ στα εγκαίνια.

τη στιγμή

(ζω, χαίρομαι)

Le bouddhisme nous apprend à vivre dans l'instant présent, plutôt que d'être submergé par les regrets ou les désirs.

δεν λέω να

(exprime un refus) (άρνηση, επιμονή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ne veut rien écouter !
Δεν λέει να ακούσει τη φωνή της λογικής!

δεν είναι

(γ' ενικός)

Το να κάνω δύο δουλειές δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει να πληρώνω το νοίκι.

δεν είναι

(γ' πληθυντικός)

T'es pas mon père ; tu peux pas me dire quoi faire !
Δεν είσαι ο μπαμπάς μου. Δεν μπορείς να μου λες τι να κάνω!

δεν έχω

Δεν έχω καθόλου χρήματα.

παρίσταμαι, παραβρίσκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
D'après vous, combien de personnes seront-elles présentes ?
Πόσοι περιμένεις ότι θα έρθουν;

δεν έχει

(γ' ενικός)

Le professeur ne nous a pas encore dit quoi faire.
Ο δάσκαλος δεν μας έχει πει τι να κάνουμε ακόμη.

τώρα, σήμερα

nom masculin

L'attention des dirigeants est concentrée sur le présent.
Οι προσοχή των ηγετών επικεντρώνεται στο τώρα (or: παρόν).

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Teresa mange en ce moment.
Αυτή τη στιγμή, η Τερέζα τρώει το βραδινό της.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nous jouons au tennis ce week-end.
Θα παίξουμε τένις το σαββατοκύριακο.

ενεστώτας διαρκείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διά του παρόντος

(lettre) (επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le juré en chef se leva et dit : « Le jury déclare par la présente l'accusé coupable. »
Ο επικεφαλής των ενόρκων σηκώθηκε όρθιος και είπε τα εξής: «Διά του παρόντος οι ένορκοι κηρύττουν τον κατηγορούμενο ένοχο.»

Ο χρόνος είναι καθοριστικής σημασίας.

(France, équivalent, contrat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μόλις, αφού, όταν

(immédiatement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En entendant les nouvelles, elle se mit à prier.

θα

(avec verbes exprimant le doute)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Je doute qu'il y ait d'autres vacances comme celle-ci.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του présent στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του présent

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.