Τι σημαίνει το travers στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης travers στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του travers στο Γαλλικά.
Η λέξη travers στο Γαλλικά σημαίνει ελάττωμα, στραβός, πανεθνικός, απρεπώς, αυστηρός, λάθος, εγκάρσια, εγκαρσίως, εγκάρσια, εγκάρσια, ανά τους αιώνες, ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, από το Α ως το Ω, παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο, ανά τους αιώνες, που δεν βρίσκεται σε ισορροπία, θολά, πλευρικός άνεμος, ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, φιλανθρωπική εβδομάδα, στραβό δόντι, παϊδάκι, χοιρινά παϊδάκια, χοιρινά παϊδάκια, μέσα από, ανοίγω προσεκτικά δρόμο, δεν μου είναι εύκολο, κάνω πεζοπορία, κοιτάζω απειλητικά, βλέπω μέσα από κτ, περνώ βιαστικά από κάπου, διαπερνάω, διαπερνώ, κόβω δρόμο, ξεγλυστράω, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, πλάγιος, κοσμογυρισμένος, πολυταξιδεμένος, απαρατήρητος, στις δυο ακτές των ΗΠΑ, μέσα από, πεζοπορία, εγκάρσια, παρεξηγώ, δυσαρεστώ, περνάω από κτ, περνώ από κτ, παρερμηνεύω, σκορπίζω κτ σε κτ, ξεπερνώ τα όρια, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο, κάθετα σε, σε όλο, βγάζω άκρη, γύρω, τριγύρω, στη διάρκεια, λάθος αντίληψη, μέσα από, που εκτείνεται σε, χώνομαι, περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης travers
ελάττωμα(de caractère) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un des défauts de Brian, c'est qu'il est trop sensible à la critique. Ένα από τα ελαττώματα του Μπράιαν είναι ότι είναι υπερευαίσθητος όσον αφορά την κριτική. |
στραβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toutes les lignes que je trace sont courbées. Κάθε γραμμή που τραβάω είναι στραβή. |
πανεθνικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une alerte nationale a été lancée concernant l'enfant disparu. Σήμανε πανεθνικός συναγερμός για το αγνοούμενο παιδί. |
απρεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis désolé, je ne voulais pas mal parler. Συγγνώμη, δεν ήθελα να μιλήσω με απρέπεια. |
αυστηρός(méchant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle lui lança un sale regard pour qu'il se tienne bien. |
λάθοςlocution verbale (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Le détective a su immédiatement que quelque chose allait de travers. Ο αστυνομικός αμέσως κατάλαβε πως κάτι ήταν λάθος. |
εγκάρσιαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εγκαρσίως, εγκάρσιαlocution adverbiale (Nautique) (προς το πλοίο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εγκάρσια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανά τους αιώνεςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) À travers les âges, des hommes se sont fait la guerre. |
ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμοadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Internet permet aux gens à travers le monde de partager des informations. Το διαδίκτυο επιτρέπει στους ανθρώπους ανά τον κόσμο να μοιραστούν πληροφορίες. |
από το Α ως το Ω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce livre t'expliquera tout sur la plomberie de A à Z. |
παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le prix des denrées alimentaires de base a augmenté à travers le monde. |
ανά τους αιώνεςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À travers l'histoire, les mentalités ont changé. |
που δεν βρίσκεται σε ισορροπίαlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θολάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πλευρικός άνεμοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμοnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλανθρωπική εβδομάδαnom féminin (en Grande-Bretagne) |
στραβό δόντιnom féminin |
παϊδάκιnom masculin (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χοιρινά παϊδάκια
|
χοιρινά παϊδάκιαnom masculin pluriel |
μέσα απόpréposition (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La balle est passée à travers son corps. Η σφαίρα πέρασε μέσα από το σώμα του. |
ανοίγω προσεκτικά δρόμοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les survivants se sont frayé un chemin à travers les décombres. |
δεν μου είναι εύκολοlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je m'excuse, mais ça m'est resté en travers de la gorge. Je pense que j'étais dans mon droit. |
κάνω πεζοπορίαverbe pronominal (σε δάσος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοιτάζω απειλητικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jason lança un regard noir à son professeur de maths, sentant que l'algèbre était une torture. |
βλέπω μέσα από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Βλέπω μέσα από τις κουρτίνες σου! Μήπως να πάρεις πιο χοντρές; |
περνώ βιαστικά από κάπου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαπερνάω, διαπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω δρόμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεγλυστράω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κινούμαι με βραδύτητα μέσα από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En raison du relief accidenté, nous avons été obligés de traverser (tant bien que mal) les lignes ennemies les mieux défendues. |
πλάγιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tous les livres de l'étagère sont rangés de côté. |
κοσμογυρισμένος, πολυταξιδεμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
απαρατήρητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στις δυο ακτές των ΗΠΑ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσα από
|
πεζοπορίαnom féminin (σε δάσος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγκάρσια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παρεξηγώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Κάθε φορά που οι γονείς του Τζον προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, το παρεξηγούσε και νόμιζε πως προσπαθούσαν να του κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη. |
δυσαρεστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce qu'il m'a dit m'est resté en travers de la gorge. |
περνάω από κτ, περνώ από κτ
D'abord tu dois passer la douane, puis attendre tes bagages. Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου. |
παρερμηνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À en juger par vos commentaires, vous avez mal interprété mes idées. |
σκορπίζω κτ σε κτ
J'ai éparpillé quelques pétales de rose sur son oreiller pendant qu'elle était dans la salle de bains. Έριξα μερικά ροδοπέταλα στο μαξιλάρι της όταν ήταν στο μπάνιο. |
ξεπερνώ τα όρια(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κινούμαι με βραδύτητα μέσα από(véhicule) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλοlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il s'est mis en route pour son aventure à travers le pays, de Washington à Los Angeles. |
κάθετα σε
Pose les planches en croix avec les briques, comme ceci. Βάλε τις σανίδες έτσι, κάθετα στα τούβλα. |
σε όλο(από μέρος σε μέρος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle voyage à travers le pays pour son travail. Ταξιδεύει παντού στη χώρα για τη δουλειά της. |
βγάζω άκρηverbe pronominal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous avez réussi à vous frayer un chemin dans la procédure de candidature ? |
γύρω, τριγύρω(σκόρπια) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les livres étaient dispersés à travers la pièce. Βιβλία ήταν απλωμένα παντού γύρω (or: τριγύρω) στο δωμάτιο. |
στη διάρκειαpréposition (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À travers les siècles, les philosophes n'ont cessé de chercher des réponses. Φιλόσοφοι έχουν αναζητήσει απαντήσεις στη διάρκεια των αιώνων. |
λάθος αντίληψη
Je n'ai pas de liaison avec ta femme ! Je la réconfortais juste parce qu'elle était triste : tu te trompes. |
μέσα απόpréposition (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Une brique est passée à travers la fenêtre de la cuisine. |
που εκτείνεται σεpréposition (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a une interdiction d'arroser dans toute la ville. |
χώνομαιlocution verbale (μέσα σε κτ, μέσα από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Roger s'est frayé un chemin à travers la foule. |
περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούριlocution verbale (κατά λέξη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) On s'est taillé un chemin à travers la jungle pendant des heures. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του travers στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του travers
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.