Τι σημαίνει το ven στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ven στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ven στο ισπανικά.
Η λέξη ven στο ισπανικά σημαίνει έρχομαι, βγαίνω, έρχομαι, φτάνω, έρχομαι, προέρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, πάω, έρχομαι, προχωράω, προχωρώ, έρχομαι, περνάω, περνώ, -, μένω δίπλα, τριγυρίζω, ακολουθώ, πηγαίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μαθαίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, βλέπω, ζω, βλέπω, προσέχω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, κοιτώ, κοιτάζω, θεωρώ, πιάνει το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, θεωρώ, -, βλέπω, παρακολουθώ, κάνω κόλ, τα βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, παρατηρώ, παρακολουθώ, ρίχνω μια ματιά, βλέπω, τι πρόκειται να συμβεί, εναλλάσσω μεταξύ, ακολουθώ, επόμενος, ερχόμενος, ακολουθώ, έρχομαι, με το που ήρθε, έφυγε, άσχετος με, δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία, αυτό είναι, αδιάκοπο πηγαινέλα, ευκολία, μέλλον, επόμενες γενιές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ven
έρχομαι(moverse hacia uno) (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven aquí y lee esto. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
βγαίνωverbo intransitivo (είμαι διαθέσιμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La crema de afeitar viene en lata. Ο αφρός ξυρίσματος διατίθεται σε μεταλλικό δοχείο. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El otoño viene antes que el invierno en las estaciones del año. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La línea de autobuses no llega tan lejos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ. |
έρχομαι, προέρχομαι(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El mal olor provenía del basurero municipal. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ayer llegué de Chicago. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La lluvia apareció (or: vino) de la nada. |
πάω(κάπου ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dijo que haría todo lo posible para venir, pero que probablemente llegaría tarde. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vienes más tarde, podemos hacer los deberes juntos. Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας. |
προχωράω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi proyecto de historia viene bien. Η εργασία που κάνω για την ιστορία προχωράει καλά. |
έρχομαι, περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven esta tarde y miramos juntos una película. Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿Te vienes al pub con nosotros? Θα έρθεις μαζί μας στην παμπ; |
μένω δίπλαverbo intransitivo (orden, perro) (σε κπ) Le ordenó a su perro que venga. Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της. |
τριγυρίζω(ασθένεια: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Megan está estornudando mucho hoy, creo que se viene un resfrío. Η Μέγκαν φτερνίζεται συνέχεια σήμερα· πρέπει να την τριγυρίζει κανένα κρύωμα. Νιώθω ότι έρχεται καταιγίδα. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hermano pequeño siempre quería sumarse. Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo vas? Πώς τα πας; |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No puedo ver. ¿Puedes encender la luz? Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως; |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has visto su última película? Έχεις δει την τελευταία της ταινία; |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Habías visto alguna vez un libro tan grande? Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο; |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo veo la situación de manera diferente. Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση. |
βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya veo lo que quieres decir, pero todavía no estoy de acuerdo. Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya veo. Así que por eso no estabas en casa. Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι. |
μαθαίνω, βλέπω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veré si mi padre sabe algo al respecto. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quienes lo vieron dijeron que era una escena terrible. |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vamos a ver, ¿qué es lo próximo que hay que hacer? Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά; |
βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτόverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sí, ya lo creo que lo veo. ¡Un plan espléndido! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου. |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veo tus cien, y subo cien más. |
ζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este bote ha visto mejores tiempos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου. |
βλέπω, προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Según dice el periódico, veo que los mineros se han ido a la huelga otra vez. |
βλέπω, διακρίνω(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes divisar esa colina en la distancia? Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος; |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El doctor lo atenderá ahora. |
κοιτώ, κοιτάζω(revisar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Déjame mirar para ver si existe una fuga de agua. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
θεωρώ(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La visualizo (or: veo) como futura primera ministra. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα. |
πιάνει το μάτι μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando vi mi apariencia en el espejo, inmediatamente corrí a cambiarme. Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vio la pelea en el parque. Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο. |
διακρίνω, ξεχωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No alcanzo a ver el cartel desde esta distancia. Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muchas personas ven mal a los tatuajes. Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¡Te veo esta noche! Τα λέμε το βράδυ! |
βλέπω, παρακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un millón de personas han visto el vídeo del gato hablando. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι είδαν το βίντεο με τη γάτα που μιλούσε. |
κάνω κόλexpresión (naipes, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pidió ver con una mano promedio pero terminó ganando el lote. |
τα βλέπωverbo transitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Veo tus diez y subo otros diez. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veo sospechosa esa idea. |
βλέπω(TV) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Viste las noticias anoche? |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vimos otras cinco casas antes de comprar esta casa. |
παρατηρώ, παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Observé a un hombre caminando por la calle. Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No sé mucho de motores, pero puedo investigar. Δεν ξέρω και πολλά από μηχανές αλλά θα ρίξω μια ματιά. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de una hora de espera los turistas disfrutaron al avistar delfines. Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια. |
τι πρόκειται να συμβεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No importa cuáles sean nuestros planes, nunca sabemos a ciencia cierta lo que nos espera. |
εναλλάσσω μεταξύ
|
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En el alfabeto, la B le sigue a la A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
επόμενος, ερχόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Espero ansioso trabajar contigo en las semanas próximas. Ανυπομονώ για τη συνεργασία μας τις επόμενες εβδομάδες. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo que sigue es un ejemplo de cómo no hay que actuar. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Presientes cuándo nacerá tu bebé? Μπορείς να προαισθανθείς πότε έρχεται το μωρό; |
με το που ήρθε, έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llegó y se fue de la reunión antes de que nadie se diera cuenta. |
άσχετος με
El hecho de que él esté casado no viene al caso. Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο. |
δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Eso es justo lo que necesitabas! Ahora seguro que ganas la feria de ciencias. |
αδιάκοπο πηγαινέλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το αδιάκοπο πήγαινε έλα των επισκεπτών της βιβλιοθήκης δε με άφησε να συγκεντρωθώ. |
ευκολίαlocución verbal (AR, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Acá nada viene de arriba, si no trabajás, no comés. |
μέλλονnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El científico afirma que el cuidado del medioambiente deberá ser la prioridad en el mundo por venir. |
επόμενες γενιές
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ven στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του ven
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.