Τι σημαίνει το doublé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης doublé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του doublé στο Γαλλικά.

Η λέξη doublé στο Γαλλικά σημαίνει διπλός, διπλός, δίκλινος, διπλός, διπλός, νταμπλ, μακρινό χτύπημα ώστε ο ροπαλιστής να φτάσει στη δεύτερη βάση, διπλά, σωσίας, διπλός, διπλός, διττός, διπλός, δυαδικός, σωσίας, διπλός, δεύτερος, ίδιος, όμοιος, εφεδρικός, ταίρι, διπλός, δίφυλλος, αντίγραφο, αντίγραφο με καρμπόν, αντίστοιχο, δεύτερος, διπλασιάζομαι, διπλασιάζω, μεταγλωττίζω, προδίδω, προδοσία, διπλασιάζω, διπλασιάζομαι, επενδύω, αναδιπλασιάζω, προσπερνάω, προσπερνώ, είμαι αντικαταστάτης, είμαι αντικαταστάτρια, προσπερνάω, προσπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, προσπερνάω, διπλός, διπλό κλικ, περιττός, διπλοεστιακά γυαλιά, κάνω διπλό κλικ, διπλός δεσμός, επενδυμένος με μονωτικό υλικό, διπλά τυφλός, διπλός, γρήγορος, δίκαννος, με διπλό διάστιχο, διπλού σκοπού, με επένδυση φλις, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δίκοπος, διπλός, διπλής απολήξεως, διπλό παιχνίδι, μισόλογα, δέκατο έκτο, κινητήρας turbofan, διπλός πράκτορας, διπλοσάγονο, διπλή έλικα, διπλή άρνηση, δίκοπο μαχαίρι, διπλή υπηκοότητα, διπλή ιθαγένεια, διπλή υπηκοότητα, δύο άσσοι, διπλή προβολή, μπεν μαρί, διπλή καταχώρηση, αρχή του δεδικασμένου, αμφισημία, διπλό διάστημα, υπεκφυγή, παλτό με γουνάκι, διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, τυφλή δοκιμή, διαβολικός δίδυμος, δίκλινη στέγη με κοίλωμα, διπλή ατυχία, διπλό κενό, ταινία διπλής όψης, διπροσωπία, διπλό σφάλμα, διπλή δόση, διπλογραφικό σύστημα, τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά, διπλοπαρκάρω, κάνω διπλή αποσύμπλεξη, αποφασιστικής σημασίας, καθοριστικής σημασίας, επενδεδυμένος με κτ, δικέφαλο τρένο, δικέφαλο τραίνο, κάνω διπλό σφάλμα, κάνω διπλό κλικ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης doublé

διπλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette politique représente un double enjeu pour la sécurité.
Η πολιτική αυτή αποτελεί διπλή απειλή για την ασφάλεια.

διπλός

adjectif (boisson)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un whisky, s'il vous plaît, double !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πάρω ένα διπλό ουίσκι. Οι εργάτες πήραν διπλό μισθό για τη δουλειά της Κυριακής.

δίκλινος

(chambre : pour deux) (δωμάτιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous voudrions une chambre double pour trois nuits, s'il vous plaît.
Θα θέλαμε ένα δίκλινο δωμάτιο για τρία βράδια παρακαλώ.

διπλός

adjectif (sens)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est comme si tout ce que disait Glenn était à double sens.

διπλός

nom masculin (boisson)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Une vodka, s'il vous plaît, double.

νταμπλ

nom masculin (Tennis) (στο τέννις)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La finale de double aura lieu cet après-midi.

μακρινό χτύπημα ώστε ο ροπαλιστής να φτάσει στη δεύτερη βάση

nom masculin (Base-ball : coup)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διπλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il y a eu une erreur de transaction avec ma carte de crédit et je me suis retrouvé à payer deux fois.
Έγινε ένα σφάλμα στη συναλλαγή με την πιστωτική μου κάρτα και κατέληξα να πληρώνω τα διπλά.

σωσίας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
J'ai vu ton sosie aujourd'hui ! Je lui ai presque dit bonjour avant de me rendre compte que ce n'était pas toi.

διπλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les jeux de mots sont amusants de par leur double sens.

διπλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διττός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Notre stratégie comporte un objectif double.

διπλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a une double explication à ce phénomène.

δυαδικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωσίας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

διπλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεύτερος

adjectif (vainqueur...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ίδιος, όμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'album de George compte 100 images, mais deux d'entre elles sont des doubles.

εφεδρικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pourrais-tu placer cette copie de données doublées dans un endroit sûr ?

ταίρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Place ce vase là-bas, de façon à ce qu'il soit directement opposé à son double.
Βάλε το βάζο εκεί, ώστε να είναι ακριβώς απέναντι από το ίδιο του.

διπλός, δίφυλλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντίγραφο

(d'un document)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Conserver une copie de ses papiers importants est une bonne idée.

αντίγραφο με καρμπόν

(κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντίστοιχο

nom masculin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ce mot n'a pas d'équivalent en anglais.
Εκείνη η λέξη δεν έχει αντίστοιχη στα αγγλικά.

δεύτερος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλασιάζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La population mondiale a doublé ces cinquante ans dernières années.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει διπλασιαστεί τα τελευταία πενήντα χρόνια.

διπλασιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pense à un chiffre entre un et dix, double-le (or: multiplie-le par deux), et ajoute vingt.
Σκέψου ένα νούμερο από το ένα ως το δέκα, διπλασίασέ το και πρόσθεσε είκοσι.

μεταγλωττίζω

verbe transitif (un film)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nombreux sont les pays Européens qui préfèrent doubler les films plutôt que de devoir les regarder avec les sous-titres.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες προτιμούν να μεταγλωττίζουν τις ταινίες απ' το να τις βλέπουν με υπότιτλους.

προδίδω

verbe transitif (trahir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'a doublé et est parti avec l'argent et la fille.

προδοσία

verbe transitif (trahir) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On avait monté la parfaite arnaque mais mon partenaire m'a doublé.

διπλασιάζω

verbe transitif (multiplier par deux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διπλασιάζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre de courgettes sur cette plante semble doubler chaque jour.

επενδύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a doublé l'intérieur de la boîte avec du papier pour protéger le contenu.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λέω να φοδράρω το παλτό που ράβω για να γίνει πιο ζεστό.

αναδιπλασιάζω

verbe transitif (son, syllabe) (επαναλαμβάνω φθόγγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπερνάω, προσπερνώ

verbe transitif (un véhicule)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture rouge est en train de doubler (or: de dépasser) la voiture bleue.
Το κόκκινο αυτοκίνητο προσπερνά το μπλε.

είμαι αντικαταστάτης, είμαι αντικαταστάτρια

(Théâtre) (με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

προσπερνάω, προσπερνώ

verbe transitif (un concurrent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kelly Holmes vient de dépasser Hasna Benhassi.
Η Κέλλυ Χόλμς μόλις προσπέρασε την Χάσνα Μπενχάσι.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif (vitesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπερνάω

verbe transitif (dépassement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture de course dépassa (or: doubla) son adversaire à la dernière minute pour remporter la course.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα.

διπλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons une cuisinière électrique avec deux fours.
Έχουμε μια ηλεκτρική κουζίνα με διπλό φούρνο.

διπλό κλικ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιττός

(expression)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le professeur de Peter a relevé plusieurs phrases redondantes dans sa dissertation.
Ο δάσκαλος του Πίτερ επισήμανε ότι υπάρχουν αρκετές περιττές προτάσεις την έκθεσή του.

διπλοεστιακά γυαλιά

nom masculin pluriel

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάνω διπλό κλικ

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλός δεσμός

(ψυχολογία)

επενδυμένος με μονωτικό υλικό

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλά τυφλός

(test, expérience)

διπλός

locution adjectivale (για τζάμι παραθύρου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les fenêtres sont en double vitrage, alors, on n'est jamais dérangés par le bruit des voitures.

γρήγορος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίκαννος

locution adjectivale (fusil)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με διπλό διάστιχο

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλού σκοπού

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με επένδυση φλις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locution adjectivale (pompe,...)

δίκοπος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλής απολήξεως

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλό παιχνίδι

nom masculin (Base-ball) (διαδοχικοί αγώνες)

μισόλογα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δέκατο έκτο

nom féminin (Musique) (μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινητήρας turbofan

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διπλός πράκτορας

nom masculin (κατάσκοπος της κυβέρνησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous ne savions pas que notre espion était un agent double qui travaillait aussi pour l'ennemi.

διπλοσάγονο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Notre ancien président avait un double menton.

διπλή έλικα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ADN a une structure en double hélice.

διπλή άρνηση

nom féminin

Mon professeur d'anglais m'a dit qu'il était faux d'utiliser un double négation.

δίκοπο μαχαίρι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διπλή υπηκοότητα

nom féminin

Maria détient la double nationalité italienne et argentine.

διπλή ιθαγένεια, διπλή υπηκοότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Chine ne reconnaît pas la double nationalité de ses citoyens.

δύο άσσοι

nom masculin (dés)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le double un est la plus faible combinaison d'un jet de dés.

διπλή προβολή

nom masculin (Cinéma) (κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπεν μαρί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Για να αποφευχθεί το κάψιμο της σοκολάτας πολύ συχνά τη λιώνουμε αργά σε μπεν μαρί.

διπλή καταχώρηση

nom féminin (λογιστική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχή του δεδικασμένου

nom féminin (Droit) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δε μπορεί να ξαναδικαστεί εξαιτίας της αρχής του δεδικασμένου.

αμφισημία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπλό διάστημα

nom masculin (Typographie : entre les lignes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπεκφυγή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tous les hommes politiques doivent savoir manier le double langage à la perfection.
Όλοι οι καλοί πολιτικοί χρειάζεται να μάθουν την τέχνη της υπεκφυγής.

παλτό με γουνάκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'aimerais réserver une chambre double pour trois nuits.

τυφλή δοκιμή

διαβολικός δίδυμος

nom masculin

Sarah accusait souvent son double maléfique de casser les verres quand elle faisait la vaisselle.

δίκλινη στέγη με κοίλωμα

nom masculin (αρχιτεκτονική: τύπος οροφής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλή ατυχία

διπλό κενό

nom masculin

ταινία διπλής όψης

(®)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διπροσωπία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπλό σφάλμα

nom féminin (Tennis) (σε σερβίς)

διπλή δόση

Ο Χάνκ είχε διπλή δόση προστασίας, από την ιδιωτική και τη δημόσια ασφάλεια.

διπλογραφικό σύστημα

nom féminin (λογιστικά)

τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλοπαρκάρω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω διπλή αποσύμπλεξη

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποφασιστικής σημασίας, καθοριστικής σημασίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Είναι καθοριστικής σημασίας περίοδος για το κατάστημα, μετά από δύο χρόνια μειώσεων του αριθμού των πωλήσεων.

επενδεδυμένος με κτ

δικέφαλο τρένο, δικέφαλο τραίνο

nom féminin (train à deux locomotives)

κάνω διπλό σφάλμα

locution verbale (Tennis) (διπλό σφάλμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω διπλό κλικ σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του doublé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του doublé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.