Τι σημαίνει το dove στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dove στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dove στο Ιταλικό.

Η λέξη dove στο Ιταλικό σημαίνει πού, πού, πού, πού, πού, μέρος, όπου, όπου, πού, πού, όπου, πού περίπου, πού, όπου, πού, υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω κτ, θα έπρεπε, υποχρέωση, η φωνή του καθήκοντος, πρέπει, πρέπει, θα, το καλό που σου θέλω, πρέπει, θα έπρεπε, πρέπει, υποτίθεται ότι πρέπει, πρέπει, πρέπει, θα έπρεπε, υποτίθεται, πρέπει να κάνω κτ, πρέπει, έχω, θα έπρεπε, πρέπει, πρέπει, θα πρέπει, αναμένομαι, πρέπει, πρέπει, χρειάζεται, πρέπει, πρέπει, πρόκειται να, πρέπει, πρέπει, -, θα έπρεπε, μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα, -, πρέπει, προγραμματισμένος, αν, εάν, πρέπει, υποχρέωση, καθήκον, εκεί απ' όπου, από πού, παντού, οπουδήποτε, οπουδήποτε, όπου, πόθεν, από όλες τις κατευθύνσεις, όπου σημειώνεται, πού αλλού, παντού, σε κάθε κατεύθυνση, Και τώρα; Και τώρα τι;, Πού στο καλό...;, εστιατόριο, κατάστημα το προσωπικό του οποίου ανήκει σε συγκεκριμένο σωματείο, τραπέζι ρεφενέ, χώρος συζητήσεων, βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις, προσέχω, παντού, πού αλλού, πού στο καλό, σημείο, χαρακώματα, παντού, μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dove

πού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dove sono le mie chiavi? Dove siamo?
Πού είναι τα κλειδιά μου; Που βρισκόμαστε;

πού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dove sta andando?
Πού πηγαίνει;

πού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dove hai sentito quella chiacchiera?
Πού άκουσες αυτές τις φήμες;

πού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dove porta questa discussione?
Πού οδηγεί αυτό το επιχείρημα;

πού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dove ci porterà questo cambiamento?
Πού βρισκόμαστε με αυτή η αλλαγή;

μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quello è il bar dove ci siamo incontrati la prima volta.
Αυτό το μπαρ είναι το μέρος που πρωτογνωριστήκαμε.

όπου

congiunzione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quel bar è a Madrid, dove abbiamo passato due settimane felici.
Αυτό το μπαρ είναι στη Μαδρίτη, όπου περάσαμε δύο ευτυχισμένες εβδομάδες.

όπου

congiunzione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Andrò dove vuoi.
Θα πάω όπου αποφασίσεις.

πού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Allora, dove siamo arrivati adesso con questo progetto?

πού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dove siamo diretti stasera?

όπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puoi andare dove vuoi.

πού περίπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dove hai detto che alloggiavi?
Σε ποια περιοχή είπαμε ότι έμενες;

πού

pronome

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dov'è il cuoco?

όπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ritornate nella città dove risiedete.

πού

congiunzione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Decidere quando e dove attaccare il nemico sarebbe determinante.

υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devo andare subito a casa dopo la scuola.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avresti dovuto fare quello che ho detto.

υποχρέωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Votare è un dovere.
Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις.

η φωνή του καθήκοντος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Anche se dovrebbe andare, probabilmente rimarrà a casa.
Θα έπρεπε να πάει, αλλά μάλλον θα μείνει σπίτι.

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi prendere una nuova patente.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

θα

verbo

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Andiamo al cinema stasera?
Να πάμε σινεμά απόψε;

το καλό που σου θέλω

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dovrebbe fare ciò che gli viene detto!
Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν!

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo finire il tema entro stasera. Devo prendere il treno tra 20 minuti.
Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dana non studia quanto dovrebbe.
Η Ντιάνα δεν μελετάει όσο θα έπρεπε.

πρέπει

verbo intransitivo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dobbiamo uscire di qui!
Πρέπει να βγούμε από εδώ πέρα!

υποτίθεται ότι πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Doveva finire la relazione entro lunedì, ma l'ha consegnata solo mercoledì.
Έπρεπε να τελειώσει την αναφορά μέχρι την Δευτέρα, αλλά δεν την παρέδωσε μέχρι την Τετάρτη.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Forse dovresti andare alla riunione stasera. Che ne pensi?
Ίσως πρέπει να πας στη συνάντηση απόψε. Τι λες;

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Se non mi presento in udienza lunedì sarò arrestato.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (condizionale) (να κάνω κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovresti davvero guidare con più prudenza.
Πραγματικά θα έπρεπε να οδηγείς πιο προσεκτικά.

υποτίθεται

(al condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Questa penna dovrebbe scrivere bene addirittura nello spazio.
Αυτό το στυλό υποτίθεται ότι γράφει καλά ακόμα και στο διάστημα.

πρέπει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το αμάξι θέλει αλλαγή λαδιών.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovete sempre finire il lavoro in tempo per questo insegnante.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo finire i compiti.
Πρέπει να τελειώσω μια εργασία.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (morale, condizionale) (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tutti dovrebbero aspirare a una società più equa.
Όλοι θα έπρεπε να παλεύουμε για μια πιο δίκαιη κοινωνία.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi denunciare queste cose alla polizia.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo aiutare i miei a traslocare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία.

θα πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Se partiamo alle 8, dovremmo avere parecchio tempo.
Αν ξεκινήσουμε στις 8 πμ, λογικά θα έχουμε αρκετό χρόνο.

αναμένομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Doveva tornare a casa per le sei quella sera.
Προβλεπόταν να επιστρέψει στο σπίτι μέχρι τις έξι η ώρα εκείνο το βράδυ.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovrei portare fuori la spazzatura, ma non lo farò. Che cosa devo fare?
Πρέπει (or: Θα έπρεπε) να βγάλω έξω τα σκουπίδια, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo telefonare a Giulia più tardi. L'ho promesso.

χρειάζεται, πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Non devi disturbarti così tanto per me.
Δεν χρειάζεται να μπεις σε τόσο κόπο για εμένα.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo avere una di quelle borsette! Dove posso comprarne una?

πρόκειται να

verbo transitivo o transitivo pronominale (aspettarsi, prevedere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I Rolling Stones devono venire a Vancouver questo aprile.
Οι Rolling Stones είναι να παίξουν στο Βανκούβερ τον ερχόμενο Απρίλιο.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Non sono sicuro della quantità, ma devo bere più di tre bicchieri di acqua al giorno.
Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi sempre cantare quella canzone stupida?

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo congiuntivo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Se dovesse passare, salutamelo.
Αν περάσει από δώ, πες του ένα γεια.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Avrebbe dovuto sapere che non può farlo.
Θα έπρεπε να ξέρει πως δεν μπορεί να το κάνει αυτό.

μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nostra squadra dovrebbe vincere la partita perché è molto migliore della squadra avversaria.
Η ομάδα μας έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα γιατί είναι πολύ καλύτερη από την αντίπαλό της.

-

verbo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Devi presentarti immediatamente all'ufficiale di comando.
Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.

πρέπει

(al condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovresti arrivare prima che inizi il film.
Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο.

προγραμματισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lunedì prossimo è fissato il controllo di sicurezza del gas.
Ο έλεγχος ασφαλείας για το αέριο είναι προγραμματισμένος (or: έχει προγραμματιστεί) για την ερχόμενη Δευτέρα.

αν, εάν

(frase ipotetica)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Se dovesse avere ulteriori domande non esiti a contattarmi.
Αν έχετε άλλες ερωτήσεις, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo andare in bagno.
Πρέπει να πάω στην τουαλέτα.

υποχρέωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary si sente in dovere di aiutare Peter con i suoi problemi.
Η Μαίρη αισθάνεται την υποχρέωση να βοηθήσει τον Πήτερ με τα προβλήματά του.

καθήκον

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uno dei miei compiti di manager consiste nel dirigere le riunioni di gruppo.

εκεί απ' όπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από πού

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da dove sei venuto?
Από πού ήρθες;

παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'erano ovunque zanzare. Non c'era modo di evitarle.
Τα κουνούπια ήταν παντού. Δεν μπορούσαμε να τους κρυφτούμε πουθενά.

οπουδήποτε

(luogo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo cercato ovunque ma le mie chiavi non si trovavano. // Con te andrei ovunque, tesoro.
Δεν έβρισκα πουθενά τα κλειδιά μου.

οπουδήποτε, όπου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Dovunque andrai, io ti seguirò.
Οπουδήποτε (or: Όπου) κι αν πας, θα σε ακολουθήσω.

πόθεν

avverbio (ξεπερασμένο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il re chiese di sapere da dove proveniva il messaggero.

από όλες τις κατευθύνσεις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si udirono grida di entusiasmo da ogni parte, quando il giocatore entrò in campo.

όπου σημειώνεται

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πού αλλού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'è polvere dappertutto, devo proprio pulire la casa!

σε κάθε κατεύθυνση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Και τώρα; Και τώρα τι;

interiezione (sorpresa, disapprovazione)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πού στο καλό...;

(colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εστιατόριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατάστημα το προσωπικό του οποίου ανήκει σε συγκεκριμένο σωματείο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τραπέζι ρεφενέ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Alla cena dove ogni ospite doveva portare una pietanza, Joe arrivò con hot dog grigliati e io con il dessert.

χώρος συζητήσεων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dovrai stare attento a dove metti i piedi quando scenderai dalla montagna.

παντού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo cercato la scarpa mancante ovunque. La gente veniva da ogni dove per vedere il bambino prodigio che suonava il pianoforte.

πού αλλού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πού στο καλό

(colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημείο

(με καλή θέα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρακώματα

sostantivo maschile (informale) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le campane si sentono ovunque in città.
Οι καμπάνες ακούγονται σε όλη την πόλη.

μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του

verbo transitivo o transitivo pronominale (animali domestici) (γάτα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dove στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.