Τι σημαίνει το experiencia στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης experiencia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του experiencia στο ισπανικά.
Η λέξη experiencia στο ισπανικά σημαίνει εμπειρία, πείρα, εμπειρία, εμπειρία, πείρα, περιπέτεια, γνώσεις, προηγούμενη ιστορία, εμπειρία, το να είμαι άριστος σε κτ, το να είμαι ειδικός σε κτ, υπόβαθρο, εκπαίδευση, άπειρος, άμαθος, μαρτύριο, βασανιστήριο, βάσανο, απειρία, εκ πείρας, από εμπειρία, εκ πείρας, από εμπειρία, με βάση την εμπειρία μου, έμπειρος, έμπειρη, μυστικιστική εμπειρία, πρακτική, δύσκολη εμπειρία, μοναδική εμπειρία, σοφία που αποκτήθηκε μέσα από εμπειρίες, πνευματικό ταξίδι, εμπειρία της άγριας φύσης, προϋπηρεσία, προχωρημένος, εξωσωματική εμπειρία, επιθανάτια εμπειρία, είμαι στην πιάτσα, μαθαίνω εμπειρικά/πρακτικά, είμαι έμπειρος σε, άπειρος από κτ, που έχει εμπειρία, εργασιακή εμπειρία, μαθαίνω από πρώτο χέρι, μάθημα, παίρνω μια πρόγευση, παίρνω μια πρώτη γεύση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης experiencia
εμπειρία, πείραnombre femenino (μέσα στον χρόνο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Según nuestra propia experiencia, las personas no pagan a menos que se les envíen recordatorios. Η εμπειρία (or: πείρα) μας λέει ότι κανένας δεν πληρώνει αν δεν στείλουμε υπενθυμίσεις πληρωμής. |
εμπειρίαnombre femenino (προσωπικό γεγονός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi divorcio fue una experiencia muy difícil. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ένα τραυματικό βίωμα σε παιδική ηλικία μπορεί να σημαδέψει το άτομο. |
εμπειρία, πείραnombre femenino (γνώσεις) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella ha tenido mucha experiencia trabajando con prisioneros. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχει μεγάλη εμπειρία (or: πείρα) στη διδασκαλία παιδιών με ειδικές ανάγκες. |
περιπέτεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi viaje alrededor del mundo fue toda una aventura. Ο γύρος του κόσμου που έκανα ήταν αληθινή περιπέτεια. |
γνώσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La compañía usó la experiencia del hacker para ayudar a proteger sus servidores. Η εταιρεία χρησιμοποίησε τις γνώσεις του χάκερ, ώστε να τους βοηθήσει να προστατέψουν τους διακομιστές τους. |
προηγούμενη ιστορίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su experiencia en el área fue determinante para su contratación. |
εμπειρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το να είμαι άριστος σε κτ, το να είμαι ειδικός σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπόβαθροnombre femenino (εμπειρία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tengo experiencia en publicidad. Το επαγγελματικό μου υπόβαθρο είναι στις εκδόσεις. |
εκπαίδευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con el entrenamiento como electricista aprendió a reparar televisores. Κατά την εκπαίδευσή του ως ηλεκτρολόγος, έμαθε να επισκευάζει τηλεοράσεις. |
άπειρος, άμαθος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαρτύριο, βασανιστήριο, βάσανο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los ladrones ataron a Sean mientras le robaban la casa; su calvario duró varias horas. Οι διαρρήκτες έδεσαν τον Σων όσο λεηλατούσαν το σπίτι του. Η ταλαιπωρία του κράτησε αρκετές ώρες. |
απειρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La inexperiencia de Roger en tratar personas de culturas diferentes era obvia. |
εκ πείρας, από εμπειρίαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sabía por experiencia que la relación no estaba yendo a ninguna parte. |
εκ πείρας, από εμπειρίαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με βάση την εμπειρία μουlocución verbal (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Créeme cuando te digo que es algo espantoso, lo digo por experiencia, no se lo desearía a nadie. |
έμπειρος, έμπειρηnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μυστικιστική εμπειρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muchas personas creen tener experiencias místicas a través de alucinógenos. |
πρακτική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todos los alumnos del curso tienen un periodo de experiencia de trabajo. |
δύσκολη εμπειρίαlocución nominal femenina |
μοναδική εμπειρίαexpresión |
σοφία που αποκτήθηκε μέσα από εμπειρίες
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Leer... he leído muy poco en mi vida aunque he acumulado mucho saber fruto de mi vasta experiencia. |
πνευματικό ταξίδι
|
εμπειρία της άγριας φύσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este viaje a tierras salvajes te apartará de los senderos transitados y del estrés cotidiano. |
προϋπηρεσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προχωρημένος(όχι πολύ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξωσωματική εμπειρία
|
επιθανάτια εμπειρία
|
είμαι στην πιάτσαlocución verbal (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tiene mucha experiencia y sabe qué esperar. Είναι περπατημένος και ξέρει τι να περιμένει. |
μαθαίνω εμπειρικά/πρακτικάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para ser un buen profesor hay que adquirir experiencia en el aula. |
είμαι έμπειρος σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tengo experiencia en lenguajes de programación porque me pasé la vida trabajando en informática. |
άπειρος από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει εμπειρία(σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amanda solía trabajar en la recepción de un hotel, así que es experta en atención al cliente. Η Αμάντα δούλευε στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου, επομένως έχει εμπειρία στην εξυπηρέτηση πελατών. |
εργασιακή εμπειρίαlocución nominal femenina Para postularse al puesto, por favor adjunte una descripción detallada de su experiencia laboral. Για να υποβάλετε αίτηση για τη θέση, παρακαλώ περιγράψτε αναλυτικά την εργασιακή εμπειρία σας. |
μαθαίνω από πρώτο χέριlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es algo que ni los libros ni nadie te puede enseñar, se aprende sólo por experiencia. |
μάθημα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Caminar con él por todo el hospital fue una experiencia educativa. Η βόλτα μέσα στο νοσοκομείο μαζί του ήταν αληθινό μάθημα. |
παίρνω μια πρόγευση, παίρνω μια πρώτη γεύσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του experiencia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του experiencia
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.