Τι σημαίνει το manera στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης manera στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manera στο ισπανικά.
Η λέξη manera στο ισπανικά σημαίνει τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, τακτική, τρόπος, τρόπος, αδιάκοπα, πώς, όπως, υπερβολικά, εξοργιστικά, απαράδεκτα, τέλεια, άψογα, κατάλληλα, αποτελεσματικά, δραστικά, ικανά, παράξενα, περίεργα, αλλόκοτα, ειρηνικά, οδυνηρά, επώδυνα, έξυπνα, ευφυώς, επικινδύνως, άνετα, ξεκούραστα, εύκολα, ρομαντικά, νυσταλέα, κοιμισμένα, ανώνυμα, με ευαισθησία, δυσανάλογα, πρόχειρα, απροσχεδίαστα, ανεπίσημα, ουσιαστικά, σημαντικά, εγωΐστικά, έτσι, με αυτόν τον τρόπο, με ποιο τρόπο, πως, έτσι, με αυτόν τον τρόπο, αφηρημένα, υγιεινά, παράλογα, προκλητικά, εκπληκτικά, εντυπωσιακά, παρορμητικά, ακαθόριστα, απροσδιόριστα, υπάκουα, πειθήνια, εξωδικαστικά, αξέχαστα, δυσμενώς, αξιόπιστα, αδικαιολόγητα, άπληστα, εποικοδομητικά, ανθυγιεινά, γευστικά, περπατώ επιδεικτικά, πώς, θλιμμένα, λυπημένα, στεναχωρημένα, ιδιαιτέρως, κυρίως, ιδίως, οικονομικά, ανέξοδα, πρακτικά, παράξενα, περίεργα, ανταγωνιστικά, αφηρημένα, επικινδύνως, ανακριβώς, εσφαλμένα, νυσταλέα, κοιμισμένα, καθαρά, ανεπίσημα, ακανόνιστα, ακατάστατα, πρακτικά, επώδυνα, οδυνηρά, άνισα, νοσηρά, συστηματικά, βηματισμός, ωραία, όμορφα, δυσάρεστα, άσχημα, ομιλία, περιφέρομαι, στροβιλίζομαι, σθεναρά, όπως, διαφορετικός, περιστασιακός, πώς, έτσι, άδικα, χωρίς προετοιμασία, χωρίς πρόβα, γρήγορα, παρεμβατικά, επεμβατικά, εντυπωσιακά, επικίνδυνα, απορημένα, αναλογικά, ανάλογα, συναρπαστικά, παραδοσιακά, συμβατικά, ασυνήθιστα, φανταχτερά, δυνατά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης manera
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hay más de una forma de hacer una taza de té. Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φτιάξει κανείς ένα φλυτζάνι τσάι. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ésta es la forma de hacerlo. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνεις. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La forma de acelerar el proyecto es incorporando personal. Ο τρόπος για να επιταχύνουμε το πρότζεκτ είναι να αυξήσουμε το προσωπικό. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La manera lenta y precavida de conducir de Karen molesta a otros conductores. Ο αργός και προσεκτικός τρόπος οδήγησης του Κεν ενοχλεί τους άλλους οδηγούς. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Actuaba de una manera extraña. Συμπεριφερόταν με περίεργο τρόπο. |
τρόποςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Terminó el trabajo de una manera descuidada. Τέλειωσε τη δουλειά με πρόχειρο τρόπο. |
τακτική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si continúas actuando de esa manera, no responderé a más preguntas tuyas. Εάν συνεχίσεις με αυτό το στυλ, δεν θα απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις σου. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A Bob lo burlaban por su modo de hablar. Τον Μπομπ τον κορόιδευαν για τον τρόπο ομιλίας του. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Enséñame la forma en que amasas la masa. Δείξε μου τον τρόπο που πλάθεις το ζυμάρι. |
αδιάκοπα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Viste cómo me miraba? Είδες πώς με κοίταξε; |
όπως(με ό,τι τρόπο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puedes hacerlo como quieras. ¡Sólo hazlo! Μπορείς να το κάνεις με όποιον τρόπο (or: με ό,τι τρόπο) θέλεις. Απλά καν' το! |
υπερβολικά(πάρα πολύ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estamos extremadamente agradecidos por todo lo que has hecho. |
εξοργιστικά, απαράδεκτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las fotos escandalosamente explícitas fueron dejadas en el escritorio de un redactor. Οι εξοργιστικά αποκαλυπτικές φωτογραφίες εγκαταλείφθηκαν στο γραφείο μιας συντάκτριας. |
τέλεια, άψογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Contestó todas las preguntas perfectamente. Απάντησε τέλεια (or: άψογα) σε κάθε ερώτηση . |
κατάλληλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los alumnos deben vestirse apropiadamente para la ceremonia. Υπενθυμίζεται στους φοιτητές να ντυθούν κατάλληλα για την περίσταση. |
αποτελεσματικά, δραστικά, ικανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Este limpiador no remueve las manchas muy eficientemente. |
παράξενα, περίεργα, αλλόκοτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha estado actuando extrañamente, rechazando cualquier cosa que yo cocine. Συμπεριφέρεται παράξενα και αρνείται να φάει ό,τι και να μαγειρεύω. |
ειρηνικά(χωρίς βία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los manifestantes abandonaron pacíficamente el lugar luego de la marcha. Οι διαδηλωτές απομακρύνθηκαν ειρηνικά από το χώρο μετά την πορεία. |
οδυνηρά, επώδυνα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Holly se machacó el dedo del pie dolorosamente con el pavimento desnivelado. |
έξυπνα, ευφυώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El brillante estudiante respondió todas las preguntas inteligentemente. |
επικινδύνως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No voy a ir en un auto con alguien que maneje peligrosamente. |
άνετα, ξεκούραστα, εύκολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El equipo de fútbol derrotó fácilmente a su contrincante. |
ρομαντικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ignacio tomó la mano de Francesca románticamente y la llevó hacia el mar. |
νυσταλέα, κοιμισμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mara bostezó e hizo café soñolientamente. |
ανώνυμα(sin ser nombrado) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με ευαισθησία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δυσανάλογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La nueva reforma tributaria afecta desproporcionadamente a la clase media. |
πρόχειρα, απροσχεδίαστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jack interpretó la pieza musical con el violín espontáneamente para sus amigos. |
ανεπίσημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por favor, ve vestida informalmente a la fiesta. Un pantalón de mezclilla irá bien. |
ουσιαστικά, σημαντικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los dos abogados de miraron significativamente. |
εγωΐστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El niño cogió el resto del caramelo egoístamente. |
έτσι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Solo giras el picaporte así y la puerta se debería abrir. |
με αυτόν τον τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Si lo haces así vas a tardar mucho más que si lo haces de la otra forma. Αν το κάνεις μ' αυτόν τον τρόπο θα πάρει περισσότερο χρόνο απ' το να το κάνεις με τον άλλο τρόπο. |
με ποιο τρόπο, πως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo haría, pero no sé cómo. |
έτσι, με αυτόν τον τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No podemos seguir así. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Αν το κάνεις με αυτόν τον τρόπο, θα έχεις καλύτερο αποτέλεσμα. |
αφηρημένα(θεωρητικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υγιεινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παράλογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προκλητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En la cena, Keith preguntó provocadoramente a quién habían votado los invitados. |
εκπληκτικά, εντυπωσιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παρορμητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακαθόριστα, απροσδιόριστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπάκουα, πειθήνια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξωδικαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αξέχαστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δυσμενώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αξιόπιστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El defensor tuvo una actuación confiablemente buena durante el partido. |
αδικαιολόγητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El precio del jarrón parece injustificadamente alto. |
άπληστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εποικοδομητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανθυγιεινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γευστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
περπατώ επιδεικτικά
Jasmine se contoneó por el pasillo. |
πώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Sabes cómo arreglar este televisor? Ξέρεις πώς να φτιάξεις την τηλεόραση; |
θλιμμένα, λυπημένα, στεναχωρημένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Marion sonrió tristemente. Η Μάριον χαμογέλασε θλιμμένα. |
ιδιαιτέρως, κυρίως, ιδίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las cifras explican muchas cosas; pero, significativamente, demuestran un vínculo entre el entorno familiar y los logros educativos. Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν πολλά πράγματα, αλλά ιδιαίτερα δείχνουν μια σύνδεση μεταξύ του οικογενειακού υποβάθρου και των ακαδημαϊκών επιδόσεων. |
οικονομικά, ανέξοδα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Manejan sus gastos domésticos muy eficientemente. |
πρακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Encaramos el problema prácticamente y encontramos una solución. Προσεγγίσαμε το πρόβλημα πρακτικά και βρήκαμε μια λύση. |
παράξενα, περίεργα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Camina peculiarmente por una herida que tiene en la rodilla. Περπατά παράξενα (or: περίεργα) εξαιτίας ενός τραυματισμού στο γόνατο. |
ανταγωνιστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αφηρημένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Marta estaba sentada en una mesa fuera del café, viendo la gente pasar distraídamente. |
επικινδύνως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sean estaba peligrosamente cerca de suspender su clase de matemáticas. |
ανακριβώς, εσφαλμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El testigo identificó al sospechoso incorrectamente y mandó al hombre equivocado a prisión. |
νυσταλέα, κοιμισμένα(μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ryan ha estado durmiendo soñolientamente todo el día; quizás está enfermo. |
καθαρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανεπίσημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Antes de hacer el anuncio formal, él me dijo informalmente que había obtenido el trabajo. |
ακανόνιστα, ακατάστατα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επώδυνα, οδυνηρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El viento era dolorosamente frío. |
άνισα(de manera desigual) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νοσηρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συστηματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El hombre era infiel a su novia repetidamente. |
βηματισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Linda tenía unos andares muy resueltos. Η Λίντα προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. |
ωραία, όμορφα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Todas las habitaciones estaban agradablemente amobladas. |
δυσάρεστα, άσχημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nunca me volví a acercar a él después de que me habló tan desagradablemente. |
ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El habla de la mayoría de los jóvenes contiene jerga. Ο λόγος των περισσότερων νέων είναι γεμάτος λέξεις της αργκό. |
περιφέρομαι, στροβιλίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El mediocampista se escabulló de dos defensas antes de marcar un gol soberbio. |
σθεναρά(για υποστήριξη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Habla como su hermano. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μιλάει σαν τον αδερφό της. |
διαφορετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carl es un chico alegre, su gemelo es diferente. |
περιστασιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El grupo se reúne ocasionalmente. |
πώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No sé cómo entender sus comentarios. |
έτσι(mostrando la forma) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Al planchar, tienes que mover la plancha caliente sobre la ropa así. |
άδικα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El juzgado le trato injustamente. No es tan malo. Το δικαστήριο τον έκρινε λάθος. Δεν είναι τόσο κακός. |
χωρίς προετοιμασία, χωρίς πρόβα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Presentaron su parodia improvisadamente. |
γρήγορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las verduras, si se congelan rápidamente, conservan la mayoría de sus nutrientes. Τα λαχανικά που έχουν καταψυχθεί γρήγορα διατηρούν τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά τους. |
παρεμβατικά, επεμβατικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El asistente del director tomó la tarjeta de identificación de mi mano y la inspeccionó oficiosamente. |
εντυπωσιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El famoso ricachón siempre se viste vistosamente. |
επικίνδυνα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απορημένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αναλογικά, ανάλογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συναρπαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παραδοσιακά, συμβατικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ασυνήθιστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
φανταχτερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El hombre estaba vestido llamativamente con un traje verde lima y una corbata roja. |
δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manera στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του manera
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.