Τι σημαίνει το modo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης modo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του modo στο ισπανικά.

Η λέξη modo στο ισπανικά σημαίνει άποψη, πλευρά, τρόπος, τρόπος, τρόπος, διάθεση, τρόπος, τρόπος, κατάσταση, έγκλιση, τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, εντυπωσιακά, τυχαία, απρογραμμάτιστα, συμπτωματικά, σποραδικά, περιοδικά, υποσυνείδητα, προσβλητικά, αξέχαστα, οριστικότητα, αναδιατάσσω, σαφώς, ανακριβώς, εσφαλμένα, υποκειμενικά, διατύπωση, για, ως, συναρπαστικά, άθλια, ποταπά, απίστευτα, φοβερά, εκπληκτικά, θλιμένα, ασυγχώρητα, ευχαρίστως, πρόθυμα, σημαντικά, ουσιαστικά, με ενδιαφέροντα τρόπο, ελκυστικά, τόσο δυνατά που ακούγεται, ανέκφραστα, ψευδώς, σε γενικές γραμμές, με το ίδιο νόμισμα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε κάποιο βαθμό, για παράδειγμα, επί παραδείγματι, για παράδειγμα, αδερφικά, κατά έναν τρόπο, ελαφρώς, διαφορετικά, κατά τη γνώμη μου, κάπως, για σένα, στο περίπου, πάνω - κάτω, επί μονίμου βάσεως, οικονομικά, χωρίς χαρά, διασκεδαστικά, ανησυχητικά, παιχνιδιάρικα, δόλια, ύπουλα, παρακλητικά, αφύσικα, συναρπαστικά, παραπλανητικά, με τάσεις αυτοκτονίας, με αυτοκτονικές τάσεις, αλλιώς, διαφορετικά, τρόπος του λέγειν, με κανέναν τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που, σε καμία περίπτωση, με αυτόν τον τρόπο, πρόχειρη εκτίμηση, χοντρική εκτίμηση, τρόπος ζωής, οπτική γωνία, τρόπος έκφρασης, τρόπος σκέψης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης modo

άποψη, πλευρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De algún modo coincido contigo.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hay más de una forma de hacer una taza de té.
Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φτιάξει κανείς ένα φλυτζάνι τσάι.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ésta es la forma de hacerlo.
Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνεις.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La forma de acelerar el proyecto es incorporando personal.
Ο τρόπος για να επιταχύνουμε το πρότζεκτ είναι να αυξήσουμε το προσωπικό.

διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hoy está de mal humor.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A Bob lo burlaban por su modo de hablar.
Τον Μπομπ τον κορόιδευαν για τον τρόπο ομιλίας του.

τρόπος

nombre masculino (música) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατάσταση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cambiaron el teléfono a modo avión.
Το τηλέφωνο μπήκε σε λειτουργία πτήσης.

έγκλιση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los hablantes no nativos tienen problemas con el modo subjuntivo.
Οι ξένοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν την υποτακτική έγκλιση της γλώσσας.

τρόπος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La pieza va hacia el modo menor en el tercer movimiento.
Το κομμάτι μεταφέρεται σε μικρότερη κλίμακα στην τρίτη κίνηση.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La manera lenta y precavida de conducir de Karen molesta a otros conductores.
Ο αργός και προσεκτικός τρόπος οδήγησης του Κεν ενοχλεί τους άλλους οδηγούς.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Actuaba de una manera extraña.
Συμπεριφερόταν με περίεργο τρόπο.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El estudiante de música tuvo que escribir una pieza demostrando la escala de Dorian.
Ο φοιτητής της μουσικής έπρεπε να γράψει ένα κομμάτι που να αναδεικνύει τη δωρική κλίμακα.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Enséñame la forma en que amasas la masa.
Δείξε μου τον τρόπο που πλάθεις το ζυμάρι.

εντυπωσιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todos en la familia son impresionantemente guapos.
Όλοι στην οικογένεια είναι εντυπωσιακά όμορφοι.

τυχαία, απρογραμμάτιστα, συμπτωματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los libros estaban organizados caprichosamente sobre la repisa.

σποραδικά, περιοδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Christopher va al gimnasio esporádicamente.

υποσυνείδητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσβλητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los chistes del comediante eran ofensivamente desagradables.

αξέχαστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οριστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"No hay otra opción", dijo el profesor con rotundidad.

αναδιατάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El niño reorganizó los bloques para formar un corazón.

σαφώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Inequívocamente vi a un hombre caminando por el pasillo.

ανακριβώς, εσφαλμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El testigo identificó al sospechoso incorrectamente y mandó al hombre equivocado a prisión.

υποκειμενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διατύπωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

για

(προτιμήσεις)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Para mí, la película fue demasiado larga.
Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα.

ως

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Steve, Julie y yo trabajamos bien como equipo.
Ο Στιβ, η Τζούλι κι εγώ δουλεύουμε καλά ως ομάδα.

συναρπαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άθλια, ποταπά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απίστευτα, φοβερά, εκπληκτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θλιμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ασυγχώρητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευχαρίστως, πρόθυμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con mucho gusto te llevo a la estación.

σημαντικά, ουσιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta solución difiera de manera importante de la otra.

με ενδιαφέροντα τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las dos ramas de la historia están combinadas de manera interesante.
Αυτές οι δύο πλοκές της υπόθεσης συνδυάζονται με ενδιαφέροντα τρόπο.

ελκυστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τόσο δυνατά που ακούγεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το στομάχι γουργούρισε δυνατά και όσοι ήταν στο δωμάτιο γέλασαν.

ανέκφραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψευδώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A Ricardo lo acusaron de modo espurio de haber robado el auto.

σε γενικές γραμμές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La investigación analiza a grandes rasgos la influencia de la producción de alimentos sobre el uso del suelo.

με το ίδιο νόμισμα

locución adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El Manchester United hizo un gol al minuto dos, antes de que el Liverpool respondiera del mismo modo a los cuatro minutos.

με τον ένα ή τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Juana estudió la cara del acantilado, decidida a escalarlo de una u otra manera.

σε κάποιο βαθμό

locución adverbial

Todos sufrimos de algún modo cuando estamos lejos de nuestros seres queridos.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας.

για παράδειγμα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επί παραδείγματι, για παράδειγμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él siempre es muy atento. Por ejemplo, le compra flores cada vez que ella está deprimida.
Είναι πάντα πολύ συμπονετικός. Για παράδειγμα, της αγοράζει λουλούδια όποτε εκείνη αισθάνεται στεναχωρημένη.

αδερφικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se abrazaron de un modo fraternal.

κατά έναν τρόπο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελαφρώς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Que lo suspendieran de la escuela de hecho mejoró su comportamiento en cierto modo.

διαφορετικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Yo lo hubiera hecho de otro modo, pero el que elegiste no está mal.

κατά τη γνώμη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Según mi parecer, es demasiado joven para casarse y tener hijos.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

κάπως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me pareció que lucía diferente de algún modo, luego caí en cuenta de que se había afeitado la barba.

για σένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿O sea que, en tu opinión, el mensaje del poema es que la gente no debería gastar tiempo pensando en cosas triviales?

στο περίπου, πάνω - κάτω

locución adverbial (latinismo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Grosso modo, deben haber cuatro docenas de manzanas en mi árbol.
Υπάρχουν περίπου (or: πάνω-κάτω) τέσσερις δωδεκάδες μήλα στο δέντρο μου. Το κόστος για να χτίσεις το σπίτι σου θα είναι 100.000 δολάρια, στο περίπου.

επί μονίμου βάσεως

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικονομικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χωρίς χαρά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

διασκεδαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El bufón recibió a los invitados de modo ameno en lo que esperaban la entrada del rey.

ανησυχητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παιχνιδιάρικα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δόλια, ύπουλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παρακλητικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αφύσικα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συναρπαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραπλανητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τάσεις αυτοκτονίας, με αυτοκτονικές τάσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλιώς, διαφορετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Deberíamos ir al cine, si no estaremos en casa toda la noche.
Πρέπει να πάμε σινεμά, αλλιώς (or: διαφορετικά) θα μείνουμε σπίτι όλη τη νύχτα.

τρόπος του λέγειν

(καθαρεύουσα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Esta fue la primera prueba en vivo de este equipo, por así decirlo.

με κανέναν τρόπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
De ningún modo te prestaré mi coche.

με τον ίδιο τρόπο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ.

σε καμία περίπτωση

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με αυτόν τον τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόχειρη εκτίμηση, χοντρική εκτίμηση

Yo diría que la población de la ciudad es de 75.000 habitantes, pero es una estimación a grosso modo.

τρόπος ζωής

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para muchos, el uso de ordenadores portátiles se ha convertido en un modo de vida.
Για πολλούς η χρήση φορητών υπολογιστικών συσκευών έχει γίνει τρόπος ζωής.

οπτική γωνία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mi modo de ver, estás equivocada.

τρόπος έκφρασης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρόπος σκέψης

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si hablo con él, compartirá nuestro modo de pensar.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του modo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του modo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.